Language of document : ECLI:EU:C:2024:555

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 27ης Ιουνίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Περιβάλλον – Οδηγία 2009/28/ΕΚ – Άρθρο 1 – Άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ – Αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 16 – Προώθηση της χρησιμοποίησης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές – Τροποποίηση του εφαρμοστέου καθεστώτος στήριξης – Χορήγηση της εν λόγω στήριξης υπό τον όρο της σύναψης συμβάσεων»

Στην υπόθεση C‑148/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας, Ιταλία) με απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Μαρτίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Gestore dei Servizi Energetici SpA – GSE

κατά

Erg Eolica Ginestra Srl,

Erg Eolica Campania SpA,

Erg Eolica Fossa del Lupo Srl,

Erg Eolica Amaroni Srl,

Erg Eolica Adriatica Srl,

Erg Eolica San Vincenzo Srl,

Erg Eolica San Circeo Srl,

Erg Eolica Faeto Srl,

Green Vicari Srl,

Erg Wind Energy Srl,

Erg Wind Sicilia 3 Srl,

Erg Wind Sicilia 6 Srl,

Erg Wind 4 Srl,

Erg Wind 6 Srl,

Erg Wind Sicilia 5 Srl,

Erg Wind 2000 Srl,

Erg Wind Sicilia 2 Srl,

Erg Wind Sardegna Srl,

Erg Wind Sicilia 4 Srl,

Enel Hydro Appennino Centrale Srl, πρώην Erg Hydro Srl,

Erg Power Generation SpA,

Ministero dello Sviluppo economico,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen, πρόεδρο τμήματος, A. Prechal (εισηγήτρια), πρόεδρο του δευτέρου τμήματος, ασκούσα καθήκοντα δικαστή του εβδόμου τμήματος, και M. L. Arastey Sahún, δικαστή,

γενικός εισαγγελέας: A. Ράντος

γραμματέας: A. Juhász‑Tóth, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Φεβρουαρίου 2024,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Gestore dei Servizi Energetici SpA – GSE, εκπροσωπούμενη από τους F. Degni, P. R. Molea και A. Pugliese, avvocati,

–        οι Erg Eolica Ginestra Srl, Erg Eolica Campania SpA, Erg Eolica Fossa del Lupo Srl, Erg Eolica Amaroni Srl, Erg Eolica Adriatica Srl, Erg Eolica San Vincenzo Srl, Erg Eolica San Circeo Srl, Erg Eolica Faeto Srl, Green Vicari Srl, Erg Wind Energy Srl, Erg Wind Sicilia 3 Srl, Erg Wind Sicilia 6 Srl, Erg Wind 4 Srl, Erg Wind 6 Srl, Erg Wind Sicilia 5 Srl, Erg Wind 2000 Srl, Erg Wind Sicilia 2 Srl, Erg Wind Sardegna Srl, Erg Wind Sicilia 4 Srl, Enel Hydro Appennino Centrale Srl, πρώην Erg Hydro Srl, και Erg Power Generation SpA, εκπροσωπούμενες από τους E. Bruti Liberati, A. Canuti και P. Tanferna, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την L. G. V. Delbono, τους S. Fiorentino και P. Garofoli, avvocati dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B. De Meester και G. Gattinara,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία, αφενός, των άρθρων 1 και 3 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 140, σ. 16), ερμηνευόμενων υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 8, 14 και 25 της οδηγίας αυτής καθώς και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και, αφετέρου, του άρθρου 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Gestore dei Servizi Energetici SpA – GSE, φορέα διαχείρισης των ενεργειακών υπηρεσιών στην Ιταλία, και 21 εταιριών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές πλην των φωτοβολταϊκών, ήτοι των Erg Eolica Ginestra Srl, Erg Eolica Campania SpA, Erg Eolica Fossa del Lupo Srl, Erg Eolica Amaroni Srl, Erg Eolica Adriatica Srl, Erg Eolica San Vincenzo Srl, Erg Eolica San Circeo Srl, Erg Eolica Faeto Srl, Green Vicari Srl, Erg Wind Energy Srl, Erg Wind Sicilia 3 Srl, Erg Wind Sicilia 6 Srl, Erg Wind 4 Srl, Erg Wind 6 Srl, Erg Wind Sicilia 5 Srl, Erg Wind 2000 Srl, Erg Wind Sicilia 2 Srl, Erg Wind Sardegna Srl, Erg Wind Sicilia 4 Srl, Enel Hydro Appennino Centrale Srl, πρώην Erg Hydro Srl, και Erg Power Generation SpA, και, αφετέρου, του Ministero dello Sviluppo economico (Υπουργείου Οικονομικής Ανάπτυξης, Ιταλία) σχετικά με την αντικατάσταση καθεστώτος στήριξης των παραγωγών της εν λόγω ηλεκτρικής ενέργειας με άλλο καθεστώς, το οποίο υποχρεώνει τους παραγωγούς να συνάψουν σύμβαση με την GSE προκειμένου να υπαχθούν στο νέο καθεστώς στήριξης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 14 και 25 της οδηγίας 2009/28 έχουν ως εξής:

«(8)      Η ανακοίνωση της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής, της 10ης Ιανουαρίου 2007, με τίτλο “Χάρτης πορείας για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας κατά τον 21ο αιώνα: Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας τον 21ο αιώνα: συμβολή στην ενίσχυση της αειφορίας” κατέδειξε ότι ο στόχος του 20 % για το συνολικό μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ο στόχος του 10 % για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές είναι κατάλληλοι και εφικτοί στόχοι, και ότι το πλαίσιο το οποίο περιλαμβάνει υποχρεωτικούς στόχους αναμένεται να προσφέρει στην επιχειρηματική κοινότητα τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα που χρειάζεται ώστε να πραγματοποιεί βιώσιμες επενδύσεις στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι οποίες να επιτρέψουν τη μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα και τη μεγαλύτερη αξιοποίηση των νέων ενεργειακών τεχνολογιών. Οι στόχοι αυτοί υφίστανται στο πλαίσιο της βελτίωσης κατά 20 % της ενεργειακής απόδοσης έως το 2020, που καθορίζεται στην ανακοίνωση της Επιτροπής, της 19ης Οκτωβρίου 2006, με τίτλο “Σχέδιο δράσης για την ενεργειακή απόδοση: αξιοποίηση του δυναμικού”, που υιοθέτησαν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Μάρτιο 2007, και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με το ψήφισμά του της 31ης Ιανουαρίου 2008 σχετικά με το εν λόγω σχέδιο δράσης.

[...]

(14)      Κύριος σκοπός των δεσμευτικών εθνικών στόχων είναι να παρασχεθεί ασφάλεια στους επενδυτές και να ενθαρρυνθεί η συνεχής ανάπτυξη τεχνολογιών που παράγουν ενέργεια από όλες τις μορφές ανανεώσιμων πηγών. Η αναβολή της λήψης απόφασης ως προς το κατά πόσο ένας στόχος είναι δεσμευτικός μέχρι να συμβεί ένα γεγονός στο μέλλον δεν είναι επομένως σκόπιμη.

[...]

(25)      Κάθε κράτος μέλος διαθέτει διαφορετικό δυναμικό ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και εφαρμόζει διαφορετικά καθεστώτα στήριξης της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές σε εθνικό επίπεδο. Τα περισσότερα κράτη μέλη εφαρμόζουν καθεστώτα στήριξης που αποφέρουν οφέλη μόνον σε σχέση με μορφές ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές οι οποίες παράγονται στην επικράτειά τους Για την εύρυθμη λειτουργία των εν λόγω εθνικών καθεστώτων στήριξης έχει ουσιώδη σημασία να μπορούν τα κράτη μέλη να ελέγχουν τις επιπτώσεις και το κόστος των οικείων εθνικών καθεστώτων στήριξης σύμφωνα με το αντίστοιχο δυναμικό τους. Ένα σημαντικό μέσο για την επίτευξη του στόχου της παρούσας οδηγίας είναι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των εθνικών καθεστώτων στήριξης όπως και δυνάμει της οδηγίας 2001/77/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Σεπτεμβρίου 2001, για την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2001, L 283, σ. 33)], προκειμένου να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να μπορέσουν τα κράτη μέλη να προβλέψουν αποτελεσματικά εθνικά μέτρα για τη συμμόρφωση προς τους στόχους. [...]»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/28, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Θέτει υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους για το συνολικό μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας και το μερίδιο ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στις μεταφορές. Καθορίζει κανόνες για τη στατιστική μεταβίβαση μεταξύ κρατών μελών, για κοινά έργα μεταξύ κρατών μελών και με τρίτες χώρες, τις εγγυήσεις προέλευσης, τις διοικητικές διαδικασίες, την πληροφόρηση και την κατάρτιση και την πρόσβαση στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας για ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές. Καθιερώνει κριτήρια αειφορίας του περιβάλλοντος για τα βιοκαύσιμα και τα βιορευστά.»

5        Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεσμευτικοί εθνικοί συνολικοί στόχοι και μέτρα για τη χρήση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές», ορίζει τα εξής:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές [...] στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020 να αντιστοιχεί τουλάχιστον στον εθνικό συνολικό στόχο του όσον αφορά το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά το εν λόγω έτος, όπως αυτό προβλέπεται στην τρίτη στήλη του πίνακα του μέρους A του παραρτήματος I. Αυτοί οι δεσμευτικοί εθνικοί συνολικοί στόχοι είναι σύμμορφοι προς τον στόχο σύμφωνα με τον οποίο το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας της [Ευρωπαϊκής] Κοινότητας πρέπει το 2020 να ανέρχεται σε τουλάχιστον 20 %. Για να επιτευχθούν ευκολότερα αυτοί οι στόχοι που ορίζονται σε αυτό το άρθρο, κάθε κράτος μέλος προωθεί και ενθαρρύνει την απόδοση ενέργειας και την εξοικονόμηση ενέργειας.

2.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν μέτρα που είναι όντως σχεδιασμένα για να διασφαλίσουν ότι το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ισούται ή υπερβαίνει το μερίδιο που παρατίθεται στην ενδεικτική πορεία του μέρους Β του παραρτήματος Ι.

3.      Για να επιτύχουν τους στόχους των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου, τα κράτη μέλη μπορούν, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζουν τα ακόλουθα μέτρα:

α)      καθεστώτα στήριξης·

[...]».

 Το ιταλικό δίκαιο

 Το νομοθετικό διάταγμα 79/1999

6        Με το decreto legislativo n. 79 – Attuazione della direttiva 96/92/ΕΚ recante norme comuni per il mercato interno dell’energia elettrica (νομοθετικό διάταγμα 79 για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 96/92/ΕΚ σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας), της 16ης Μαρτίου 1999 (GURI αριθ. 75, της 31ης Μαρτίου 1999, σ. 8), η Ιταλική Δημοκρατία είχε θεσπίσει καθεστώς στήριξης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές επιβάλλοντας στους εισαγωγείς και στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από μη ανανεώσιμες πηγές να εισαγάγουν στο εθνικό δίκτυο, κατά το επόμενο έτος, ποσόστωση ηλεκτρικής ενέργειας παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ή, εναλλακτικώς, να αποκτήσουν το σύνολο ή μέρος του ισοδυνάμου της ποσόστωσης ή των σχετικών δικαιωμάτων υπό τη μορφή των καλουμένων «πράσινων πιστοποιητικών», τα οποία χορηγούνται στους παραγωγούς αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας, από άλλους παραγωγούς, υπό τον όρο ότι οι τελευταίοι εισάγουν στο δίκτυο την εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια (στο εξής: καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών).

 Το νομοθετικό διάταγμα 28/2011

7        Το decreto legislativo no 28 – Attuazione della direttiva 2009/28/CE sulla promozione dell’uso dell’energia da fonti rinnovabili, recante modifica e successiva abrogazione delle direttive 2001/77/CE e 2003/30/CE (νομοθετικό διάταγμα 28, για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο της οδηγίας 2009/28/ΕΚ σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ), της 3ης Μαρτίου 2011 (GURI αριθ. 71, της 28ης Μαρτίου 2011, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 81, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 28/2011), το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 29 Μαρτίου 2011, προβλέπει ότι, από το 2013, το καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών καταργείται σταδιακά και αντικαθίσταται, από το 2016, από καθεστώς στήριξης βασιζόμενο στη χορήγηση τιμών ενθάρρυνσης (στο εξής: καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης).

8        Το άρθρο 24 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εγκαταστάσεις τροφοδοτούμενες από ανανεώσιμες πηγές, οι οποίες τέθηκαν σε λειτουργία μετά την 31η Δεκεμβρίου 2012, ενθαρρύνεται μέσω των μηχανισμών και βάσει των γενικών κριτηρίων της παραγράφου 2 και των ειδικών κριτηρίων των παραγράφων 3 και 4. [...]

2.      Για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από τις εγκαταστάσεις της παραγράφου 1 παρέχονται κίνητρα βάσει των ακόλουθων γενικών κριτηρίων:

[...]

d)      τα κίνητρα παρέχονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου που συνάπτονται μεταξύ της GSE και της υπεύθυνης για τις εγκαταστάσεις οντότητας, βάσει τυποποιημένης σύμβασης καθοριζόμενης από την Autorità per l’Energia Elettrica e il Gas [(AEEG) (αρχή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, Ιταλία), νυν Autorità di Regolazione per Energia Reti e Ambiente (ARERA) (ρυθμιστική αρχή ενέργειας, δικτύων και περιβάλλοντος, Ιταλία)], εντός τριών μηνών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της πρώτης από τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 5·

[...]

5.      Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης, με τη σύμφωνη γνώμη του Ministro dell’Ambiente et della Tutela del Territorio e del Mare [(Υπουργού Περιβάλλοντος και Προστασίας του Εδάφους και της Θάλασσας, Ιταλία)] και, όσον αφορά τα προφίλ ικανοτήτων, του Ministro delle Politiche Agricole e Forestali [(Υπουργού Γεωργικής και Δασικής Πολιτικής, Ιταλία)], κατόπιν διαβούλευσης με την [AEEG] και την Conferenza unificata [(Ενιαία διάσκεψη, Ιταλία)], οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 8 του decreto legislativo n. 281 (νομοθετικού διατάγματος 281), της 28ης Αυγούστου 1997, καθορίζονται οι λεπτομερείς κανόνες για την εφαρμογή των συστημάτων παροχής κινήτρων του παρόντος άρθρου, σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4 ανωτέρω. Οι αποφάσεις ρυθμίζουν ειδικότερα:

[...]

c)      τους λεπτομερείς κανόνες για τη μετάβαση από τον παλαιό στον νέο μηχανισμό παροχής κινήτρων. Οι κανόνες αυτοί αφορούν ιδίως την αντικατάσταση του δικαιώματος λήψης πράσινων πιστοποιητικών για τα έτη μετά το 2015, μεταξύ άλλων και για εγκαταστάσεις μη τροφοδοτούμενες από ανανεώσιμες πηγές, με δικαίωμα πρόσβασης, για την εναπομένουσα περίοδο του δικαιώματος λήψης πράσινων πιστοποιητικών, σε μηχανισμό παροχής κινήτρων που εμπίπτει στην τυπολογία της παραγράφου 3, ώστε να εξασφαλίζεται η αποδοτικότητα των πραγματοποιούμενων επενδύσεων.

[...]»

9        Το άρθρο 25, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 προβλέπει ότι η GSE αποσύρει ετησίως τα εκδοθέντα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές κατά τα έτη 2011 έως 2015, τα οποία ενδεχομένως υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την τήρηση της ποσόστωσης σχετικά με την υποχρέωση αγοράς ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Η τιμή απόσυρσης των ανωτέρω πιστοποιητικών ισούται με το 78 % της τιμής που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 148, του legge n. 244 – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (legge finanziaria 2008) [νόμου 244 περί διατάξεων σχετικών με την κατάρτιση του ετήσιου και του πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού (νόμος περί προϋπολογισμού για το 2008)], της 24ης Δεκεμβρίου 2007 (GURI αριθ. 300, της 28ης Δεκεμβρίου 2007, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 285).

 Η υπουργική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012

10      Ο Υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού Περιβάλλοντος και Προστασίας του Εδάφους και της Θάλασσας και του Υπουργού Γεωργικής και Δασικής Πολιτικής, εξέδωσε την decreto – Attuazione dell’art. 24 del decreto legislativo 3 marzo 2011, n. 28, recante incentivazione della produzione di energia elettrica da impianti a fonti rinnovabili diversi dai fotovoltaici (υπουργική απόφαση – Εφαρμογή του άρθρου 24 του νομοθετικού διατάγματος 28, της 3ης Μαρτίου 2011, περί παροχής κινήτρων για την ηλεκτρική ενέργεια από εγκαταστάσεις που τροφοδοτούνται από ανανεώσιμες πηγές πλην των φωτοβολταϊκών), της 6ης Ιουλίου 2012 (GURI αριθ. 159, της 10ης Ιουλίου 2012, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 143, στο εξής: υπουργική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012).

11      Το άρθρο 19 της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μετατροπή του δικαιώματος λήψης πράσινων πιστοποιητικών σε κίνητρα», προβλέπει τα εξής:

«1.      Για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες τέθηκαν σε λειτουργία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012 [...] και οι οποίες είχαν αποκτήσει δικαίωμα λήψης πράσινων πιστοποιητικών, προβλέπεται, για την εναπομένουσα περίοδο δικαιώματος, μετά το 2015, τιμή ενθάρρυνσης I επί της καθαρής παραγωγής που υπάγεται στο καθεστώς παροχής κινήτρων βάσει των προϊσχυσασών διατάξεων [...] [παρατίθεται στη συνέχεια μαθηματικός τύπος για τον υπολογισμό της εν λόγω τιμής ενθάρρυνσης I]

[...]».

12      Το άρθρο 20 της απόφασης αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διατάξεις σχετικά με την απόσυρση των χορηγηθέντων πράσινων πιστοποιητικών για τις ετήσιες παραγωγές μέχρι το έτος 2015», ορίζει τα εξής:

«1.      Η χορήγηση και απόσυρση των πράσινων πιστοποιητικών για τις παραγωγές των ετών 2012 έως 2015, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 5, στοιχείο c, πρώτη περίοδος, του νομοθετικού διατάγματος [28/2011], ρυθμίζεται από τις διατάξεις των ακολούθων παραγράφων.

2.      Κατόπιν αιτήσεως του παραγωγού, η GSE εκδίδει, σε τριμηνιαία βάση, πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του προηγούμενου τριμήνου, σύμφωνα με τα μέτρα που διαβιβάζουν μηνιαίως οι διαχειριστές του δικτύου στην GSE, βάσει ειδικής διαδικασίας η οποία δημοσιεύεται από την GSE εντός 60 ημερών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης.

3.      [...] κατόπιν αιτήσεως του δικαιούχου, η GSE αποσύρει, στην τιμή που ορίζεται στο άρθρο 25, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 [...]:

[...]

b)      τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του πρώτου εξαμήνου του 2012, πριν από τις 31 Μαρτίου 2013· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του δευτέρου εξαμήνου του 2012, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2013·

c)      τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του πρώτου τριμήνου του 2013, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2013· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του δευτέρου τριμήνου του 2013, πριν από τις 31 Μαρτίου 2014· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του τρίτου τριμήνου του 2013, πριν από τις 30 Ιουνίου 2014· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του τετάρτου τριμήνου του 2013, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014·

d)      τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του πρώτου τριμήνου του 2014, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2014· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του δευτέρου τριμήνου του 2014, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2014· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του τρίτου τριμήνου του 2014, πριν από τις 31 Μαρτίου 2015· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του τετάρτου τριμήνου του 2014, πριν από τις 30 Ιουνίου 2015·

e)      τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του πρώτου τριμήνου του 2015, πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2015· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του δευτέρου τριμήνου του 2015, πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2015· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του τρίτου τριμήνου του 2015, πριν από τις 31 Μαρτίου 2016· τα πράσινα πιστοποιητικά για την παραγωγή του τετάρτου τριμήνου του 2015, πριν από τις 30 Ιουνίου 2016.

[...]»

13      Το άρθρο 21, παράγραφος 8, της εν λόγω υπουργικής απόφασης προβλέπει τα ακόλουθα:

«Προς τον σκοπό της απόκτησης δικαιώματος πρόσβασης στους μηχανισμούς παροχής κινήτρων της παρούσας απόφασης, ο υπεύθυνος κάθε εγκατάστασης οφείλει να συνάψει σύμβαση ιδιωτικού δικαίου με την GSE. Η GSE παρέχει στην [AEEG] τα αναγκαία στοιχεία για την κατάρτιση, εντός τριών μηνών από την έναρξη ισχύος της παρούσας απόφασης, της τυποποιημένης σύμβασης του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος [28/2011].»

14      Το άρθρο 30 της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Μετάβαση από τον παλαιό στον νέο μηχανισμό παροχής κινήτρων», ορίζει τα εξής:

«1.      Για την προστασία των εν εξελίξει επενδύσεων και τη διασφάλιση της σταδιακής μετάβασης από τον παλαιό στον νέο μηχανισμό, οι εγκαταστάσεις που τέθηκαν σε λειτουργία πριν από τις 30 Απριλίου 2013 ή πριν από τις 30 Ιουνίου 2013, μόνον όσον αφορά τις τροφοδοτούμενες με απόβλητα εγκαταστάσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο c, δύνανται να επιλέξουν μηχανισμό παροχής κινήτρων διαφορετικό από τον οριζόμενο με την παρούσα απόφαση, υπό τους ακόλουθους όρους και προϋποθέσεις:

[...]

b)      στις εγκαταστάσεις που τέθηκαν σε λειτουργία εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1 εφαρμόζονται οι συνολικές τιμές και οι συντελεστές πολλαπλασιασμού για τα πράσινα πιστοποιητικά των πινάκων 1 και 2, οι οποίοι προσαρτώνται στον νόμο 244 του 2007, όπως τροποποιήθηκε, και της παραγράφου 382 quater του legge n. 296. – Disposizioni per la formazione del bilancio annuale e pluriennale dello Stato (νόμου 296, περί διατάξεων σχετικών με την κατάρτιση του ετήσιου και του πολυετούς κρατικού προϋπολογισμού), της 27ης Δεκεμβρίου 2006 (GURI αριθ. 299, της 27ης Δεκεμβρίου 2006, τακτικό συμπλήρωμα αριθ. 244), όπως τροποποιήθηκε, ως ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης, μειωμένα κατά 3 % μηνιαίως από τον Ιανουάριο του 2013· η μείωση αυτή εφαρμόζεται από τον Μάιο μόνο για τις τροφοδοτούμενες με απόβλητα εγκαταστάσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, στοιχείο c.

[...]

2.      Οι εγκαταστάσεις της παραγράφου 1 πρέπει να διαθέτουν άδεια προγενέστερη της ημερομηνίας έναρξης ισχύος της παρούσας απόφασης.

[...]»

 Οι τυποποιημένες συμβάσεις

15      Με την απόφαση 207/2013/R/EFR, της 16ης Μαΐου 2013, η AEEG ενέκρινε τυποποιημένη σύμβαση με τίτλο «Fonti energetiche rinnovabili» (σύμβαση για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, στο εξής: σύμβαση FER), την οποία κατήρτισε η GSE προς τον σκοπό της παροχής των κινήτρων που προβλέπει η υπουργική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012. Η εν λόγω απόφαση αναρτήθηκε στον ιστότοπο της AEEG στις 17 Μαΐου 2013.

16      Στις 20 Απριλίου 2016 η GSE ανήρτησε στον ιστότοπό της σχέδιο τυποποιημένης σύμβασης με τίτλο «Gestione Riconoscimento Incentivo» (τυποποιημένη σύμβαση για τη διαχείριση της αναγνώρισης μέτρου παροχής κινήτρων, στο εξής: σύμβαση GRIN).

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

17      Οι μνημονευόμενες στη σκέψη 2 της παρούσας απόφασης 21 εταιρίες (στο εξής: αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης) έχουν στην κυριότητά τους εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμη πηγή, πλην της φωτοβολταϊκής ενέργειας, οι οποίες λάμβαναν στήριξη για την παραγωγή της ενέργειας αυτής βάσει του καθεστώτος των πράσινων πιστοποιητικών και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να πωλούν πράσινα πιστοποιητικά σε άλλους επιχειρηματίες προς εκπλήρωση της υποχρέωσής τους διοχέτευσης ορισμένης ποσότητας της εν λόγω ηλεκτρικής ενέργειας στο ιταλικό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας.

18      Κατόπιν της εκδόσεως του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 και της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012 που προβλέπουν την αντικατάσταση του καθεστώτος των πράσινων πιστοποιητικών από το καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης, οι εν λόγω ιδιοκτήτριες εταιρίες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού πρωτοδικείου περιφέρειας Λατίου, Ιταλία), αμφισβητώντας τη νομιμότητα της σύμβασης GRIN την οποία καλούνταν να συνάψουν με την GSE προκειμένου να επέλθει η μετάβαση από το ένα καθεστώς στο άλλο.

19      Το ως άνω δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή των ιδιοκτητριών εταιριών με το σκεπτικό ότι ούτε το νομοθετικό διάταγμα 28/2011 ούτε η υπουργική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012 είχαν προβλέψει ρητώς ότι για τη μετάβαση αυτήν απαιτούνταν η σύναψη σύμβασης με την GSE. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η υποχρέωση σύναψης «σύμβασης ιδιωτικού δικαίου» με σκοπό την υπαγωγή στο καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης, κατά το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011, ίσχυε μόνο για τους φορείς εκμετάλλευσης τροφοδοτούμενων από ανανεώσιμες πηγές εγκαταστάσεων οι οποίες είχαν τεθεί σε λειτουργία μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012, και όχι για τους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων, όπως οι εγκαταστάσεις των ιδιοκτητριών εταιριών, οι οποίες είχαν τεθεί σε λειτουργία πριν από την εν λόγω ημερομηνία και των οποίων οι φορείς εκμετάλλευσης υπάγονταν στο καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών.

20      Η GSE προσέβαλε την απόφαση του Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (διοικητικού δικαστηρίου περιφέρειας Λατίου) ενώπιον του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας, Ιταλία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.

21      Προκαταρκτικώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, ότι από τη νομολογία του και από τη νομολογία του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία) προκύπτει ότι, αντιθέτως προς την πρωτόδικη κρίση, η υποχρέωση σύναψης σύμβασης με την GSE με σκοπό την υπαγωγή στο καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης ίσχυε τόσο για τους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων οι οποίες είχαν τεθεί σε λειτουργία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012 όσο και για τους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων οι οποίες είχαν τεθεί σε λειτουργία μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, υπό την επιφύλαξη των αναγκαίων τροποποιήσεων που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες της μετάβασης, η GSE μπορούσε να χρησιμοποιήσει την εγκριθείσα από την AEEG σύμβαση FER ή τη διάδοχό της σύμβαση GRIN ως προϋπόθεση για τη χορήγηση των μέτρων τιμολογιακής στήριξης στους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων οι οποίες είχαν τεθεί σε λειτουργία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012.

22      Πλην όμως, κατά το αιτούν δικαστήριο, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, λόγω του ότι υποχρεώνει τους υπαγόμενους στο καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών φορείς εκμετάλλευσης να συνάψουν σύμβαση με την GSE προκειμένου να υπαχθούν στο καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης, έχει τροποποιήσει μονομερώς τους νομικούς όρους επί των οποίων οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης είχαν στηρίξει την οικονομική τους δραστηριότητα, όπερ θα μπορούσε να αντιβαίνει στον επιδιωκόμενο από την οδηγία 2009/28 σκοπό της παροχής ορισμένης ασφάλειας στους επενδυτές.

23      Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η υποχρέωση των οικείων επιχειρήσεων να συνάψουν μια τέτοια σύμβαση δεν συνιστά το αποτέλεσμα ελεύθερης διαπραγμάτευσης. Επιπλέον, η σύμβαση αυτή επιβάλλει στις επιχειρήσεις πρόσθετες υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, δεν προβλέπει μόνον τη μετατροπή, βάσει μαθηματικού τύπου, των πράσινων πιστοποιητικών των εν λόγω επιχειρήσεων σε τιμολογιακή στήριξη, αλλά περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, υποχρέωση των επιχειρήσεων αυτών να εγκαταστήσουν νέο εξοπλισμό για την εξ αποστάσεως ανάγνωση ώστε η GSE να μπορεί να συλλέγει δεδομένα μέτρησης (άρθρο 5 της σύμβασης GRIN), περιορισμούς στη χορήγηση πιστώσεων (άρθρα 7 και 8 της σύμβασης GRIN), εξουσία της GSE για τροποποίηση ή μονομερή καταγγελία των συστημάτων παροχής κινήτρων σε περίπτωση πώλησης της οικείας εγκατάστασης σε τρίτο (άρθρο 9, παράγραφος 2, της σύμβασης GRIN), δυνατότητα της GSE για καταγγελία της σύμβασης απλώς και μόνο λόγω της ύπαρξης ψευδών δεδομένων (άρθρο 12 της σύμβασης GRIN), καθώς και δικαίωμα της GSE για καταγγελία και αναστολή της σύμβασης (άρθρο 13, παράγραφοι 3 και 4, της σύμβασης GRIN).

24      Κατά το αιτούν δικαστήριο, δεδομένου ότι τροποποιούνται μονομερώς οι νομικοί όροι επί των οποίων οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης είχαν στηρίξει την οικονομική τους δραστηριότητα, η υποχρέωση σύναψης τέτοιας σύμβασης είναι δυνατόν να αντιβαίνει τόσο στον σκοπό τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 2009/28, όπως αυτός προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8, 14 και 25 και τα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας αυτής, ήτοι την παροχή στους επενδυτές ορισμένης ασφάλειας, όσο και στην αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

25      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον μπορεί να υποστηριχθεί ότι, εν προκειμένω, ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας θα ήταν απολύτως ικανός να προβλέψει με ακρίβεια την εξέλιξη της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμισης και τον κίνδυνο να ληφθούν συνακολούθως μέτρα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντά του. Εκτιμά ότι, σε αντίθεση με τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ. (C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280), η προϊσχύσασα νομοθεσία δεν περιείχε αρκούντως σαφείς ενδείξεις για τους επιχειρηματίες ότι τα κίνητρα του συστήματος των πράσινων πιστοποιητικών θα μπορούσαν να τροποποιηθούν ή να καταργηθούν.

26      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, θα μπορούσε επίσης να θίγεται η επιχειρηματική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη. Συγκεκριμένα, αφενός, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση συνιστά επέμβαση στη συμβατική ελευθερία των φορέων εκμετάλλευσης των εγκαταστάσεων που υπάγονται στο καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών, διότι ο νομοθέτης αντικατέστησε το εν λόγω καθεστώς με το καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης και επέβαλε στους φορείς εκμετάλλευσης νέους όρους για την υπαγωγή τους στο τελευταίο αυτό καθεστώς, ενώ είχαν προγραμματίσει και οργανώσει την οικονομική τους δραστηριότητα για χρονικό διάστημα το οποίο αναμενόταν ότι θα είχε εύλογη διάρκεια. Αφετέρου, η εν λόγω εθνική ρύθμιση ενδεχομένως θίγει το δικαίωμα κάθε επιχείρησης να χρησιμοποιεί ελεύθερα, εντός των ορίων της ευθύνης που υπέχει για τις πράξεις της, τους οικονομικούς και χρηματοπιστωτικούς πόρους που διαθέτει.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Consiglio di Stato (Συμβούλιο της Επικρατείας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Απαγορεύουν η οδηγία [2009/28], και ειδικότερα οι αιτιολογικές σκέψεις 8, 14, 25 και τα άρθρα 1 και 3 αυτής, καθώς και το άρθρο 16 του [Χάρτη], σε συνδυασμό με τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή που απορρέει από τις διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος [28/2011] και της [υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012] –όπως αυτή ερμηνεύεται από την πάγια νομολογία του Consiglio di Stato (Συμβουλίου της Επικρατείας)–, η οποία εξαρτά τη χορήγηση κινήτρων από τη σύναψη συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου μεταξύ της GSE και του υπευθύνου της εγκατάστασης, ακόμη και στην περίπτωση εγκαταστάσεων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας τροφοδοτούμενων από ανανεώσιμες πηγές οι οποίες τέθηκαν σε λειτουργία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012;»

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

28      Η GSE υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη, διότι δεν είναι καθοριστική σημασίας για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Η GSE θεωρεί ότι το αιτούν δικαστήριο όφειλε είτε να κηρύξει απαράδεκτη την ένδικη προσφυγή είτε να καταργήσει τη δίκη κατόπιν της ενστάσεως απαραδέκτου που η ίδια ήγειρε επειδή η σύμβαση GRIN την οποία προσέβαλαν οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης δεν τις έβλαπτε.

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της θεσπισθείσας από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της αποφάσεως την οποία πρόκειται να εκδώσει, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Consejería de Presidencia, Justicia e Interior de la Comunidad de Madrid κ.λπ., C‑59/22, C‑110/22 και C‑159/22, EU:C:2024:149, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβληθεί από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που του είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2024, Consejería de Presidencia, Justicia e Interior de la Comunidad de Madrid κ.λπ., C‑59/22, C‑110/22 και C‑159/22, EU:C:2024:149, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Επομένως, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξακριβώσει αν η απόφαση περί παραπομπής ελήφθη σύμφωνα με τους οργανωτικούς και δικονομικούς κανόνες του εθνικού δικαίου ή να θέσει εν αμφιβόλω την εκτίμηση του αιτούντος δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό της προσφυγής της κύριας δίκης (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2015, Gauweiler κ.λπ., C‑62/14, EU:C:2015:400, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Ως εκ τούτου, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν μπορεί να κριθεί απαράδεκτη για τον λόγο ότι η GSE υποστήριξε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ότι η προσφυγή της κύριας δίκης ήταν απαράδεκτη ή ότι έπρεπε να καταργηθεί η δίκη.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

33      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν τα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας 2009/28, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 8, 14 και 25 της οδηγίας αυτής και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και το άρθρο 16 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία, στο πλαίσιο της αντικατάστασης εθνικού καθεστώτος στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, βασιζόμενου σε ποσοστώσεις αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας που πρέπει να διοχετεύονται στο εθνικό δίκτυο και στη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών στις επιχειρήσεις που παράγουν την εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια, με εθνικό καθεστώς στήριξης της ίδιας ηλεκτρικής ενέργειας, βασιζόμενο στη χορήγηση τιμών ενθάρρυνσης στις επιχειρήσεις αυτές, η υπαγωγή στο νέο καθεστώς εξαρτάται από τη σύναψη σύμβασης σχετικά με τους όρους χορήγησης της εν λόγω στήριξης μεταξύ μιας τέτοιας επιχείρησης και μιας οντότητας ελεγχόμενης από το κράτος και επιφορτισμένης με τη διαχείριση και τον έλεγχο του τελευταίου αυτού καθεστώτος, ακόμη και όσον αφορά τις επιχειρήσεις οι οποίες, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας έναρξης λειτουργίας των εγκαταστάσεών τους, υπάγονταν στο εθνικό καθεστώς στήριξης το οποίο βασιζόταν σε ποσοστώσεις και στη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών.

34      Συναφώς, από το άρθρο 1 της οδηγίας 2009/28 προκύπτει ότι σκοπός της είναι να θεσπίσει ένα κοινό πλαίσιο για την προώθηση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θέτοντας, μεταξύ άλλων, υποχρεωτικούς εθνικούς στόχους για το μερίδιο ενέργειας από τέτοιες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας. Σύμφωνα με τον σκοπό αυτόν, το άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας θέτει τους προς επίτευξη στόχους, σύμφωνα με τους οποίους, αφενός, το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην τελική κατανάλωση ενέργειας το 2020 πρέπει να αντιστοιχεί, για κάθε κράτος μέλος, κατ’ ελάχιστον στον εθνικό συνολικό στόχο του, όπως προβλέπεται στο παράρτημα I, μέρος A, της εν λόγω οδηγίας, και, αφετέρου, τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν μέτρα τα οποία είναι αποτελεσματικά σχεδιασμένα για να διασφαλίσουν ότι το παραγόμενο από τέτοιες πηγές μερίδιό τους ενέργειας είναι τουλάχιστον ίσο προς το παρατιθέμενο στην ενδεικτική πορεία του μέρους Β του παραρτήματος I της ίδιας οδηγίας.

35      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 14 της οδηγίας 2009/28, ο καθορισμός του εν λόγω κοινού πλαισίου και των εν λόγω στόχων θα πρέπει να προσφέρει στους επιχειρηματικούς κύκλους την απαιτούμενη σταθερότητα για την πραγματοποίηση βιώσιμων επενδύσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, οι οποίες καθιστούν δυνατή την ενίσχυση της συνεχούς ανάπτυξης και της χρήσης των νέων τεχνολογιών που παράγουν ενέργεια από όλες τις μορφές ανανεώσιμων πηγών.

36      Το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2009/28, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 25, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόζουν καθεστώτα στήριξης για την επίτευξη των εν λόγω στόχων και ότι, για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των εν λόγω καθεστώτων στήριξης, έχει ουσιώδη σημασία τα κράτη μέλη να μπορούν να ελέγχουν τις επιπτώσεις και το κόστος των καθεστώτων τους ανάλογα με το δυναμικό τους όσον αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεδομένου ότι το δυναμικό αυτό διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη υπογραμμίζει επίσης ότι η εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των εθνικών καθεστώτων στήριξης που προβλέπει η οδηγία 2001/77 αποτελεί σημαντικό μέσο για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 2009/28.

37      Επομένως, ενώ η εξασφάλιση ορισμένης σταθερότητας στους επιχειρηματικούς κύκλους είναι σημαντική για την πραγματοποίηση βιώσιμων επενδύσεων στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας οι οποίες θα συμβάλουν στην αύξηση της κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, μια τέτοια εξασφάλιση παρέχεται στους κύκλους αυτούς, αφενός, με τη θέσπιση κοινού πλαισίου το οποίο προβλέπει δεσμευτικούς στόχους όσον αφορά το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος και, αφετέρου, με τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των καθεστώτων στήριξης που θεσπίζουν τα κράτη μέλη για την προώθηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

38      Ωστόσο, η αναγνωριζόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 8 και 14 της οδηγίας 2009/28 ανάγκη παροχής ορισμένης ασφάλειας στους επενδυτές δεν μπορεί, αυτή καθεαυτήν, να επηρεάσει την εξουσία εκτιμήσεως που παρέχει στα κράτη μέλη το άρθρο 3, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψης 25, για τη θέσπιση και τη διατήρηση σε ισχύ αποτελεσματικών και, επομένως, μη υπερβολικά δαπανηρών καθεστώτων στήριξης, τα οποία να τους παρέχουν τη δυνατότητα να επιτύχουν τους δεσμευτικούς στόχους που θέτει η εν λόγω οδηγία όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι η εξουσία εκτιμήσεως την οποία διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς τα μέτρα τα οποία είναι κατά την κρίση τους κατάλληλα για την επίτευξη των στόχων αυτών συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να θεσπίζουν, να τροποποιούν ή να καταργούν καθεστώτα στήριξης, υπό τον όρο, ιδίως, ότι οι στόχοι αυτοί επιτυγχάνονται [πρβλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 28, και διάταξη της 1ης Μαρτίου 2022, Milis Energy κ.λπ., C‑306/19, C‑512/19, C‑595/19 και C‑608/20 έως C‑611/20, EU:C:2022:164, σκέψη 30].

39      Ως εκ τούτου, η οδηγία 2009/28 δεν αντιτίθεται, αυτή καθεαυτή, στην αντικατάσταση, από τον Ιταλό νομοθέτη, του καθεστώτος των πράσινων πιστοποιητικών με το καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης, το οποίο παύει, για ορισμένες επιχειρήσεις, το πλεονέκτημα που τους παρείχε το πρώτο καθεστώς και τις υποχρεώνει να συνάψουν σύμβαση με την GSE, οντότητα πλήρως ελεγχόμενη από το κράτος και επιφορτισμένη με τη διαχείριση και τον έλεγχο της χορήγησης των μέτρων παροχής κινήτρων που προβλέπονται από εθνικό καθεστώς στήριξης των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, προκειμένου να υπαχθούν στο δεύτερο καθεστώς, υπό την προϋπόθεση ότι το τελευταίο αυτό καθεστώς παρέχει στην Ιταλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να επιτύχει τους οριζόμενους από την οδηγία στόχους της όσον αφορά το μερίδιο της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας.

40      Όπως, όμως, προκύπτει από πάγια νομολογία, όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν μέτρα με τα οποία θέτουν σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, υποχρεούνται να ασκούν την εξουσία τους εκτιμήσεως τηρώντας τις γενικές αρχές του δικαίου αυτού, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης [πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Coöperatieve Producentenorganisatie en Beheersgroep Texel, C‑386/18, EU:C:2019:1122, σκέψη 55, και της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει αν εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη συνάδει προς τις εν λόγω αρχές, το δε Δικαστήριο, αποφαινόμενο κατόπιν προδικαστικής παραπομπής δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, είναι αποκλειστικώς και μόνον αρμόδιο να παράσχει στο δικαστήριο αυτό όλα τα σχετικά με το δίκαιο της Ένωσης ερμηνευτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να του παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμφωνία αυτή. Το αιτούν δικαστήριο δύναται να λάβει υπόψη, προς τούτο, όλα τα ουσιώδη στοιχεία που προκύπτουν από το γράμμα, τον σκοπό ή την οικονομία των εν λόγω νομοθετικών ρυθμίσεων [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Ωστόσο, στο πλαίσιο του πνεύματος συνεργασίας του με τα εθνικά δικαστήρια, το Δικαστήριο μπορεί, για να δώσει μια χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, να του παράσχει όλες τις ενδείξεις τις οποίες κρίνει αναγκαίες για μια τέτοια εκτίμηση της συμφωνίας (πρβλ. απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, Viterra Hungary, C‑366/22, EU:C:2023:876, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Συναφώς, όσον αφορά, πρώτον, την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, υπενθυμίζεται ότι η αρχή αυτή επιτάσσει, αφενός, οι κανόνες δικαίου να είναι σαφείς και ακριβείς και, αφετέρου, η εφαρμογή τους να μπορεί να προβλεφθεί από τους πολίτες, ιδίως όταν οι κανόνες αυτοί ενδέχεται να έχουν δυσμενείς συνέπειες. Η εν λόγω αρχή απαιτεί, μεταξύ άλλων, να παρέχει η κανονιστική ρύθμιση τη δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν με ακρίβεια την έκταση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλει και να είναι αυτοί σε θέση να γνωρίζουν σαφώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να λαμβάνουν ως εκ τούτου τα μέτρα τους (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 223 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Πλην όμως, οι ως άνω απαιτήσεις δεν μπορούν να νοούνται ως μη επιτρέπουσες τη χρήση από τον εθνικό νομοθέτη, στο πλαίσιο κανόνα τον οποίο θεσπίζει, αφηρημένων νομικών εννοιών ούτε ως επιβάλλουσες υποχρέωση σύμφωνα με την οποία ο κανόνας ο οποίος χρησιμοποιεί μια αφηρημένη νομική έννοια πρέπει να αναφέρει τις διάφορες συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες είναι δυνατή η εφαρμογή του, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν είναι σε θέση να καθορίσει εκ των προτέρων όλες αυτές τις περιπτώσεις (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 224 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μια νομοθετική πράξη απονέμει εξουσία εκτιμήσεως στις αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εφαρμογή της δεν συνεπάγεται, αυτό και μόνο, μη τήρηση της απαίτησης προβλεψιμότητας, υπό την προϋπόθεση ότι η έκταση και ο τρόπος άσκησης της εξουσίας αυτής καθορίζονται με επαρκή σαφήνεια, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού, ώστε να παρέχεται προσήκουσα προστασία κατά της αυθαιρεσίας (απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 2022, Ουγγαρία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑156/21, EU:C:2022:97, σκέψη 225 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω και υπό την επιφύλαξη εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι διατάξεις του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 και της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012 φαίνεται να προβλέπουν κατά τρόπο σαφή και ακριβή τη σταδιακή κατάργηση του καθεστώτος των πράσινων πιστοποιητικών και την αντικατάστασή του με το καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης, όπως επίσης και τους λεπτομερείς κανόνες της σταδιακής αυτής κατάργησης και αντικατάστασης.

46      Ειδικότερα, το άρθρο 24 του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 προβλέπει ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες τροφοδοτούνται από ανανεώσιμες πηγές και τέθηκαν σε λειτουργία μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012 μπορούν να υπαχθούν σε καθεστώς στήριξης το οποίο βασίζεται σε τιμές ενθάρρυνσης εφόσον πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Περαιτέρω, για τις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι οποίες τέθηκαν σε λειτουργία πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012, το άρθρο 19 της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012 καθορίζει τους λεπτομερείς κανόνες για τη μετατροπή των δικαιωμάτων λήψης πράσινων πιστοποιητικών σε δικαιώματα για τιμές ενθάρρυνσης από την 1η Ιανουαρίου 2016. Το άρθρο 25, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 και το άρθρο 20 της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012 προβλέπουν τις προϋποθέσεις απόσυρσης των πράσινων πιστοποιητικών που χορηγήθηκαν για τις ετήσιες παραγωγές μέχρι το τέλος του 2015. Τέλος, το άρθρο 30 της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012 προβλέπει, για τις εγκαταστάσεις οι οποίες τέθηκαν σε λειτουργία πριν από τις 30 Απριλίου 2013, ότι μπορούν να επιλέξουν ειδικό μηχανισμό παροχής κινήτρων κατά τη μετάβαση από τον παλαιό στον νέο μηχανισμό παροχής κινήτρων.

47      Επιπλέον, το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 και το άρθρο 21, παράγραφος 8, της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012 ορίζουν σαφώς ότι η χορήγηση των τιμών ενθάρρυνσης απαιτεί τη σύναψη σύμβασης μεταξύ της GSE και του υπευθύνου για τις εγκαταστάσεις.

48      Η εφαρμογή των διατάξεων αυτών ήταν δυνατό να προβλεφθεί από όλους τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, ανεξαρτήτως του αν οι εγκαταστάσεις τους είχαν τεθεί σε λειτουργία πριν ή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012, δεδομένου ότι το νομοθετικό διάταγμα 28/2011 και η υπουργική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012 εκδόθηκαν πριν από την έναρξη της περιόδου από 1ης Ιανουαρίου 2013 έως 31 Δεκεμβρίου 2015, κατά τη διάρκεια της οποίας το καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών επρόκειτο να αντικατασταθεί σταδιακά από το καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης.

49      Όσον αφορά τις ρήτρες της σύμβασης που πρέπει να συνάψουν οι επιχειρήσεις με την GSE προκειμένου να υπαχθούν στο καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης, επισημαίνεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 8, της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012, η AEEG εξέδωσε, στις 6 Ιουλίου 2012, κατόπιν προτάσεως της GSE, τυποποιημένη σύμβαση, ήτοι τη σύμβαση FER. Επίσης, στις 20 Απριλίου 2016, η GSE δημοσίευσε το σχέδιο της σύμβασης GRIN η οποία επρόκειτο να διαδεχθεί τη σύμβαση FER.

50      Όσον αφορά τη σύμβαση GRIN, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, οι ρήτρες της φαίνονται, εκ πρώτης όψεως, σαφείς και προβλέψιμες κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης.

51      Πράγματι, όπως υποστηρίζουν η GSE και η Επιτροπή με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, το περιεχόμενο των ρητρών της σύμβασης GRIN φαίνεται είτε να αντιστοιχεί στις προβλέψεις της σύμβασης FER ή του κανονιστικού πλαισίου που έχει εφαρμογή στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ιταλία, και συγκεκριμένα του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 και της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012, είτε να απορρέει από τις προβλέψεις αυτές. Εφόσον το αιτούν δικαστήριο, κατόπιν εξακριβώσεως, επιβεβαιώσει την ως άνω εκτίμηση, το περιεχόμενο των εν λόγω ρητρών πρέπει να θεωρηθεί ως δυνάμενο να προβλεφθεί, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 42 της παρούσας απόφασης.

52      Η τελευταία αυτή εκτίμηση δεν αναιρείται κατ’ ανάγκην από το γεγονός ότι ορισμένες από τις εν λόγω ρήτρες παρέχουν στην GSE, όπως προκύπτει από τη σκέψη 23 της παρούσας απόφασης, ορισμένη εξουσία εκτιμήσεως, μεταξύ άλλων, για την τροποποίηση ή τη μονομερή καταγγελία της οικείας σύμβασης σε περίπτωση πώλησης της εγκατάστασης σε τρίτους ή για τη μονομερή καταγγελία ή αναστολή της σύμβασης αυτής σε περίπτωση ουσιωδών μεταβολών στη διαμόρφωση της οικείας εγκατάστασης σε σχέση με τη δηλωθείσα.

53      Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, μόνον αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η έκταση και ο τρόπος άσκησης της εν λόγω εξουσίας εκτιμήσεως της GSE δεν καθορίζονται επαρκώς, λαμβανομένου υπόψη του θεμιτού επιδιωκόμενου σκοπού, ο οποίος συνίσταται στην παροχή κατάλληλης προστασίας κατά της αυθαιρεσίας, μπορεί να διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

54      Όσον αφορά, δεύτερον, την τήρηση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία απορρέει από την αρχή της ασφάλειας δικαίου, κατά πάγια νομολογία, δικαίωμα επίκλησης της αρχής αυτής έχουν όλοι οι επιχειρηματίες στους οποίους εθνική αρχή δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, ιδίως παρέχοντάς τους συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (πρβλ. απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Avicarvil Farms, C‑443/21, EU:C:2022:899, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εντούτοις, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου ικανού να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εν λόγω αρχή μετά τη λήψη του εν λόγω μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν δικαιολογημένα να τρέφουν προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης κατάστασης, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της άσκησης της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτουν οι εθνικές αρχές [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

55      Εν προκειμένω και υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως του αιτούντος δικαστηρίου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι, πριν από την έκδοση του νομοθετικού διατάγματος 28/2011 και της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012, οι ιταλικές αρχές είχαν λάβει οποιοδήποτε μέτρο ή είχαν παράσχει οποιαδήποτε διαβεβαίωση που θα μπορούσε να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες σε επιχειρηματίες, όπως οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης, όσον αφορά τη διατήρηση σε ισχύ του καθεστώτος των πράσινων πιστοποιητικών.

56      Εξάλλου, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, η οδηγία 2009/28 παρείχε στις ιταλικές αρχές εξουσία εκτιμήσεως για την τροποποίηση ή την κατάργηση των καθεστώτων στήριξης που έχουν θεσπιστεί για την επίτευξη των οριζόμενων στην οδηγία στόχων στον τομέα της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

57      Επομένως, οι συνετοί και ενημερωμένοι επιχειρηματίες έπρεπε να είναι σε θέση να προβλέψουν ότι οι ιταλικές αρχές δύνανται να ασκήσουν αυτή την εξουσία εκτιμήσεως. Επομένως, δεν μπορούσαν βασίμως να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη περί του ότι επρόκειτο να διατηρηθεί σε ισχύ καθεστώς στήριξης που προβλέπει τη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών και ότι δεν θα επιβάλλονταν νέες υποχρεώσεις, όπως η υποχρέωση σύναψης σύμβασης με την GSE, προκειμένου να ισχύσουν ως προς αυτούς οι τιμές ενθάρρυνσης για την ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν από ανανεώσιμες πηγές.

58      Όσον αφορά ειδικότερα την υποχρέωση σύναψης της σύμβασης GRIN, πάντοτε υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως του αιτούντος δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι οι παραγωγοί των οποίων οι εγκαταστάσεις λειτουργούσαν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012 είχαν οποιαδήποτε διαβεβαίωση ότι δεν θα υπάγονταν σε τέτοια υποχρέωση προκειμένου να ισχύσουν ως προς αυτούς οι τιμές ενθάρρυνσης. Αντιθέτως, όπως παρατηρεί το αιτούν δικαστήριο, τόσο από τη δική του νομολογία όσο και από τη νομολογία του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου) προκύπτει ότι το άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο d, του νομοθετικού διατάγματος 28/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 21, παράγραφος 8, της υπουργικής απόφασης της 6ης Ιουλίου 2012, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει την εν λόγω υποχρέωση τόσο στους παραγωγούς των οποίων οι εγκαταστάσεις τέθηκαν σε λειτουργία μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2012 όσο και σε εκείνους των οποίων οι εγκαταστάσεις λειτουργούσαν πριν από την ημερομηνία αυτή, προκειμένου να ισχύσουν ως προς αυτούς οι τιμές ενθάρρυνσης.

59      Όσον αφορά τους όρους της σύμβασης GRIN, στον βαθμό που μπορεί να διαπιστωθεί ότι αυτοί αντιστοιχούν, κατ’ ουσίαν, στο περιεχόμενο των ρητρών της σύμβασης FER, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση της AEEG της 16ης Μαΐου 2013, και των διατάξεων του κανονιστικού πλαισίου που έχει εφαρμογή στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην Ιταλία, εξακρίβωση στην οποία οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω παραγωγοί ήταν σε θέση να προβλέψουν τους εν λόγω όρους.

60      Ως εκ τούτου, οι αναιρεσίβλητες της κύριας δίκης, των οποίων οι εγκαταστάσεις λειτουργούσαν πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2012 και οι οποίες υπάγονταν στο καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών, δεν μπορούσαν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι επρόκειτο να διατηρηθεί το καθεστώς αυτό σε ισχύ και ότι δεν θα επιβαλλόταν υποχρέωση σύναψης με την GSE σύμβασης όπως η σύμβαση GRIN, προκειμένου να υπαχθούν στο καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης που αντικατέστησε το προηγούμενο καθεστώς.

61      Όσον αφορά, τρίτον, την ερμηνεία του άρθρου 16 του Χάρτη, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, το εν λόγω άρθρο 16 εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι το νομοθετικό διάταγμα 28/2011 και η υπουργική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012 μεταφέρουν την οδηγία 2009/28 στο ιταλικό δίκαιο.

62      Κατά δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω άρθρο 16, το οποίο αφορά την επιχειρηματική ελευθερία, προστατεύει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, την ελευθερία χρήσης από μια επιχείρηση, εντός των ορίων της ευθύνης που υπέχει για τις πράξεις της, των οικονομικών, τεχνικών και χρηματοπιστωτικών πόρων που διαθέτει, καθώς και τη συμβατική ελευθερία [πρβλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψεις 56 και 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63      Υπό την επιφύλαξη της εκτιμήσεως του αιτούντος δικαστηρίου, η αντικατάσταση του καθεστώτος πράσινων πιστοποιητικών με το προβλεπόμενο από το νομοθετικό διάταγμα 28/2011 και από την υπουργική απόφαση της 6ης Ιουλίου 2012 καθεστώς των τιμών ενθάρρυνσης δεν φαίνεται να θίγει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας των υπαγομένων στο πρώτο καθεστώς επιχειρήσεων. Ειδικότερα, η αντικατάσταση αυτή δεν φαίνεται να θίγει το δικαίωμα των εν λόγω επιχειρήσεων να χρησιμοποιούν ελεύθερα τους οικονομικούς, τεχνικούς και χρηματοπιστωτικούς πόρους που διαθέτουν.

64      Συναφώς, πρέπει, ειδικότερα, να υπομνησθεί ότι συνιστά, μεταξύ άλλων, περιορισμό του δικαιώματος αυτού η υποχρέωση λήψης μέτρων τα οποία ενδέχεται να αντιπροσωπεύουν μεγάλο κόστος για έναν επιχειρηματία, να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην οργάνωση των δραστηριοτήτων του ή να απαιτούν δυσχερείς και περίπλοκες τεχνικές λύσεις [απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Η μετάβαση, όμως, από το ένα καθεστώς στο άλλο δεν φαίνεται να έχει μεγάλο κόστος, να απαιτεί δυσχερείς και περίπλοκες τεχνικές λύσεις ή να έχει σημαντικό αντίκτυπο στις δραστηριότητες των αναιρεσιβλήτων της κύριας δίκης.

65      Όσον αφορά τη συμβατική ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι η ελευθερία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη επιλογή του οικονομικού εταίρου και την ελευθερία καθορισμού της τιμής που ζητείται για συγκεκριμένη παροχή [πρβλ. απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, Federazione nazionale delle imprese elettrotecniche ed elettroniche (Anie) κ.λπ., C‑798/18 και C‑799/18, EU:C:2021:280, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

66      Εντούτοις, εν προκειμένω, η υποχρέωση των επιχειρήσεων που υπάγονται στο καθεστώς των πράσινων πιστοποιητικών να συνάψουν με την GSE σύμβαση όπως η σύμβαση GRIN, προκειμένου να ισχύσουν ως προς αυτούς οι τιμές ενθάρρυνσης, δεν φαίνεται να θίγει την ελευθερία αυτή.

67      Πράγματι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, η σύμβαση αυτή φαίνεται να αποτελεί απλώς και μόνον ένα εργαλείο για την εφαρμογή του καθεστώτος των τιμών ενθάρρυνσης από την GSE, οντότητα η οποία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 39 της παρούσας απόφασης, ελέγχεται πλήρως από το κράτος και είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση και τον έλεγχο της χορήγησης των μέτρων παροχής κινήτρων. Η εν λόγω σύμβαση φαίνεται να είναι απλώς παρακολουθηματική της διοικητικής απόφασης περί υπαγωγής στα οφέλη των τιμολογιακών μέτρων παροχής κινήτρων και δεν έχει καμία επίπτωση στο ύψος των επίμαχων κινήτρων, δεδομένου ότι το ύψος αυτό καθορίζεται στο εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο και, επομένως, δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.

68      Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δικαιολογημένο να μην έχουν οι επιχειρήσεις την επιλογή του συμβατικού εταίρου τους και να μη διαθέτουν διαπραγματευτική ισχύ ως προς το περιεχόμενο της σύμβασης GRIN ή ως προς το ύψος της στήριξης. Η συμβατική ελευθερία των επιχειρήσεων αυτών περιορίζεται θεμιτώς στο να αποφασίζουν αν θα αποδεχθούν ή όχι τους όρους της εν λόγω σύμβασης.

69      Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι άρθρα 1 και 3 της οδηγίας 2009/28, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 8, 14 και 25 της οδηγίας αυτής και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και το άρθρο 16 του Χάρτη έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία, στο πλαίσιο της αντικατάστασης εθνικού καθεστώτος στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, βασιζόμενου σε ποσοστώσεις αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας που πρέπει να διοχετεύονται στο εθνικό δίκτυο και στη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών στις επιχειρήσεις που παράγουν την εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια, με εθνικό καθεστώς στήριξης της ίδιας ηλεκτρικής ενέργειας, βασιζόμενο στη χορήγηση τιμών ενθάρρυνσης στις επιχειρήσεις αυτές, η υπαγωγή στο νέο καθεστώς εξαρτάται από τη σύναψη σύμβασης σχετικά με τους όρους χορήγησης της εν λόγω στήριξης μεταξύ μιας τέτοιας επιχείρησης και μιας οντότητας ελεγχόμενης από το κράτος και επιφορτισμένης με τη διαχείριση και τον έλεγχο του τελευταίου αυτού καθεστώτος, ακόμη και όσον αφορά τις επιχειρήσεις οι οποίες, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας έναρξης λειτουργίας των εγκαταστάσεών τους, υπάγονταν στο εθνικό καθεστώς στήριξης το οποίο βασιζόταν σε ποσοστώσεις και στη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

70      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) αποφαίνεται:

Τα άρθρα 1 και 3 της οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και την τροποποίηση και τη συνακόλουθη κατάργηση των οδηγιών 2001/77/ΕΚ και 2003/30/ΕΚ, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 8, 14 και 25 της οδηγίας αυτής και των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και το άρθρο 16 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχουν την έννοια ότι:

δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση κατά την οποία, στο πλαίσιο της αντικατάστασης εθνικού καθεστώτος στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, βασιζόμενου σε ποσοστώσεις αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας που πρέπει να διοχετεύονται στο εθνικό δίκτυο και στη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών στις επιχειρήσεις που παράγουν την εν λόγω ηλεκτρική ενέργεια, με εθνικό καθεστώς στήριξης της ίδιας ηλεκτρικής ενέργειας, βασιζόμενο στη χορήγηση τιμών ενθάρρυνσης στις επιχειρήσεις αυτές, η υπαγωγή στο νέο καθεστώς εξαρτάται από τη σύναψη σύμβασης σχετικά με τους όρους χορήγησης της εν λόγω στήριξης μεταξύ μιας τέτοιας επιχείρησης και μιας οντότητας ελεγχόμενης από το κράτος και επιφορτισμένης με τη διαχείριση και τον έλεγχο του τελευταίου αυτού καθεστώτος, ακόμη και όσον αφορά τις επιχειρήσεις οι οποίες, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας έναρξης λειτουργίας των εγκαταστάσεών τους, υπάγονταν στο εθνικό καθεστώς στήριξης το οποίο βασιζόταν σε ποσοστώσεις και στη χορήγηση πράσινων πιστοποιητικών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

OSZAR »
OSZAR »