Language of document : ECLI:EU:C:2024:563

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤOY ΓΕΝΙΚOY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

ΝΙΚΟΛΑ ΑΙΜΙΛΙΟΥ

της 27ης Ιουνίου 2024 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C123/23 και C202/23 [Khan Yunis και Baadba] (i)

N.A.K.,

E.A.K.,

Y.A.K. (C123/23),

M.E.O. (C202/23)

κατά

Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

[αίτηση του Verwaltungsgericht Minden (διοικητικού πρωτοδικείου του Minden, Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Άσυλο – Οδηγία 2013/32/ΕΕ – Κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας – Αίτηση διεθνούς προστασίας – Λόγοι απαραδέκτου – Άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και άρθρο 40 – Μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας – Περιστάσεις υπό τις οποίες μεταγενέστερη αίτηση μπορεί να κριθεί απαράδεκτη – Δυνατότητα να κριθεί απαράδεκτη μια μεταγενέστερη αίτηση που υποβάλλεται μετά την περάτωση διαδικασίας ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου σε άλλο κράτος μέλος»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ (2). Η εν λόγω διάταξη παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να κρίνουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, τις «μεταγενέστερες αιτήσεις» ως απαράδεκτες. Κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας, «μεταγενέστερες αιτήσεις» είναι οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται «μετά τη λήψη [απρόσβλητης] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης» η οποία είχε υποβληθεί από το ίδιο άτομο.

2.        Αμφότερες οι ανωτέρω διατάξεις σιωπούν ως προς το ζήτημα αν ο λόγος απαραδέκτου αυτός εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση της εξέτασης αμφότερων των αιτήσεων από το ίδιο κράτος μέλος ή ακόμη και στις περιπτώσεις που αφορούν πλείονα κράτη μέλη, όταν δηλαδή η προηγούμενη διαδικασία ασύλου έχει διεξαχθεί από κράτος μέλος (το κράτος μέλος Α) διαφορετικό από εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε η «μεταγενέστερη αίτηση» (το κράτος μέλος Β).

3.        Στο γερμανικό δίκαιο προβλέπεται ότι η Bundesamt für Migration und Flüchtlinge (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Προσφύγων, Γερμανία, στο εξής: Ομοσπονδιακή Υπηρεσία) δύναται, εφόσον πληρούνται ορισμένα κριτήρια, να κρίνει ως απαράδεκτη μια αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται ενώπιόν της «μετά την άκαρπη περάτωση διαδικασίας ασύλου», η οποία αφορούσε τον ίδιο αιτούντα, σε άλλο κράτος μέλος. Το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό πρωτοδικείο του Minden, Γερμανία) ζητεί να διευκρινιστεί αν η εν λόγω διάταξη συνάδει με το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας.

4.        Το Δικαστήριο έχει ήδη κληθεί να αποφανθεί επί του εν λόγω ζητήματος (3). Ωστόσο, στις προγενέστερες αυτές υποθέσεις, τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου αφορούσαν αποκλειστικά και μόνο τις ειδικότερες περιπτώσεις στις οποίες η απρόσβλητη απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου είχε εκδοθεί από τρίτο κράτος ή από κράτος μέλος το οποίο, μολονότι εφάρμοζε τον κανονισμό (ΕΕ) 604/2013 (4), δεν δεσμευόταν από την οδηγία 2013/32 ούτε από την οδηγία 2011/95/ΕΕ (5) (ήτοι από τη Νορβηγία και τη Δανία). Στις υπό κρίση υποθέσεις, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει την εφαρμογή του προβλεπόμενου στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 λόγου απαραδέκτου στην περίπτωση της διαδοχικής υποβολής αιτήσεων διεθνούς προστασίας από το ίδιο πρόσωπο σε διαφορετικά κράτη μέλη, τα οποία μετέχουν πλήρως στο κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

5.        Στο άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, η «μεταγενέστερη αίτηση» ορίζεται ως «η περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται μετά τη λήψη [απρόσβλητης] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο αιτών ρητά ανακάλεσε την αίτησή του και περιπτώσεων όπου η αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση μετά από τη σιωπηρή της ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1» της εν λόγω οδηγίας.

6.        Το άρθρο 33 της οδηγίας 2013/32, με τίτλο «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», προβλέπει τα εξής:

«1.      Πέραν των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ], τα κράτη μέλη δεν οφείλουν να εξετάζουν εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για διεθνή προστασία σύμφωνα με την οδηγία [2011/95] όταν μια αίτηση θεωρείται ως απαράδεκτη δυνάμει του παρόντος άρθρου.

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν να θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη μόνο εάν:

[…]

δ)      η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95]· ή

[…]».

7.        Το άρθρο 40 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Μεταγενέστερες αιτήσεις», έχει ως εξής:

«1.       Όταν ένα πρόσωπο που έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε κράτος μέλος προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος, το εν λόγω κράτος μέλος εξετάζει τα περαιτέρω διαβήματα ή τα στοιχεία της μεταγενέστερης αίτησης στο πλαίσιο της εξέτασης της προηγούμενης αίτησης ή της εξέτασης της αίτησης επανεξέτασης ή του ένδικου μέσου, εφόσον οι αρμόδιες αρχές μπορούν να λάβουν υπόψη τους και να εξετάσουν όλα τα στοιχεία στα οποία βασίζονται τα περαιτέρω διαβήματα ή η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο αυτό.

2.      Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ), η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται κατ’ αρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95].

3.      Εάν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95], η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβάλουν άλλους λόγους για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης.

[…]

5.      Σε περίπτωση μη περαιτέρω εξέτασης μιας μεταγενέστερης αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αίτηση θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ).

[…]

7.      Εφόσον ένα πρόσωπο έναντι του οποίου πρέπει να εκτελεσθεί απόφαση μεταφοράς σύμφωνα με τον [κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ] προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά, τα εν λόγω διαβήματα ή μεταγενέστερες αιτήσεις εξετάζονται από το αρμόδιο κράτος μέλος, όπως ορίζεται στον εν λόγω κανονισμό, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.»

Β.      Το γερμανικό δίκαιο

8.        Οι κύριοι ουσιαστικοί και διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν τις διαδικασίες ασύλου περιλαμβάνονται στον Asylgesetz (νόμο περί ασύλου) της 26ης Ιουνίου 1992 (BGBl. 1992 I, σ. 1126), όπως δημοσιεύθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2008 (BGBl. 2008 I, σ. 1798) και όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: AsylG).

9.        Το άρθρο 29 του AsylG, με τίτλο «Απαράδεκτες αιτήσεις», ορίζει τα εξής:

«1)      Αίτηση ασύλου είναι απαράδεκτη, εάν

[…]

5.      σε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης κατά το άρθρο 71 ή δεύτερης αίτησης κατά το άρθρο 71a, παρέλκει η διεξαγωγή νέας διαδικασίας ασύλου.»

10.      Το άρθρο 71a του AsylG, με τίτλο «Δεύτερη αίτηση», ορίζει τα εξής:

«1)      Αν ο αλλοδαπός, κατόπιν άκαρπης περάτωσης διαδικασίας ασύλου σε ασφαλή τρίτη χώρα (άρθρο 26a), στην οποία εφαρμόζεται η νομοθεσία της [Ένωσης] σχετικά με τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους για τη διεξαγωγή διαδικασιών ασύλου ή με την οποία η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έχει συνάψει σχετική διεθνή σύμβαση, υποβάλει αίτηση ασύλου (δεύτερη αίτηση) στην ομοσπονδιακή επικράτεια, νέα διαδικασία ασύλου διεξάγεται μόνον εφόσον η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είναι το υπεύθυνο κράτος για τη διεξαγωγή της διαδικασίας ασύλου και πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 51, παράγραφοι 1 έως 3, του Verwaltungsverfahrensgesetz [(νόμου περί διοικητικής διαδικασίας), όπως δημοσιεύθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2003 (BGBl. 2003 Ι, σ. 102) (στο εξής: VwVfG)]· η σχετική εξέταση διενεργείται από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία.»

11.      Ο VwVfG περιέχει γενικές διατάξεις σχετικά με τις διοικητικές διαδικασίες των δημόσιων αρχών. Το άρθρο 51, παράγραφοι 1 έως 2, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1)      Η διοικητική αρχή οφείλει, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερομένου, να αποφανθεί σχετικά με την ακύρωση ή τροποποίηση απρόσβλητης διοικητικής πράξης, εάν:

1.      η πραγματική ή νομική κατάσταση στην οποία βασίζεται η διοικητική πράξη μεταβλήθηκε εκ των υστέρων υπέρ του ενδιαφερομένου·

2.      υπάρχουν νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα οδηγούσαν σε ευνοϊκότερη για τον ενδιαφερόμενο απόφαση·

3.      συντρέχουν λόγοι επανάληψης της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 580 του Zivilprozessordnung (κώδικα πολιτικής δικονομίας).

2)      Η αίτηση είναι παραδεκτή μόνον εάν ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν σε θέση, χωρίς βαριά αμέλεια, να επικαλεστεί τον λόγο της επανεξέτασης στο πλαίσιο της προηγούμενης διαδικασίας, ιδίως με την άσκηση μέσου έννομης προστασίας.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά, οι διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Η υπόθεση C123/23

12.      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης, N.A.K, E.A.K. και Y.A.K., είναι ανιθαγενείς παλαιστινιακής καταγωγής που ζούσαν στη Λωρίδα της Γάζας. Η N.A.K, γεννηθείσα το 1985, είναι η μητέρα των E.A.K και Y.A.K.

13.      Κατά δήλωσή τους, οι προσφεύγοντες εισήλθαν στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 11 Νοεμβρίου 2019 και ζήτησαν άσυλο στις 15 Νοεμβρίου 2019. Οι αιτήσεις τους καταχωρίστηκαν επίσημα από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία στις 22 Νοεμβρίου 2019.

14.      Η N.A.K. δήλωσε ότι η ίδια και τα τέκνα της εγκατέλειψαν τη Λωρίδα της Γάζας το 2018, κατόπιν διώξεων που υπέστησαν από τη Χαμάς λόγω της πολιτικής δραστηριότητας του συζύγου της, και ότι μετέβησαν στη Γερμανία, μεταξύ άλλων, μέσω Ισπανίας και Βελγίου. Στο Βέλγιο έζησαν για ένα περίπου έτος και υπέβαλαν εκεί αιτήσεις διεθνούς προστασίας.

15.      Επίσης, η N.A.K. ανέφερε ότι ο σύζυγός της εισήλθε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 2014 και υπέβαλε εκεί αίτηση διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, η αίτησή του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2017.

16.      Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απηύθυνε στις αρμόδιες ισπανικές αρχές αίτημα εκ νέου ανάληψης, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 23, 24 και 25 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2019, οι εν λόγω αρχές απέρριψαν το αίτημα αυτό επισημαίνοντας ότι δεν ήταν υπεύθυνες για την εξέταση των αιτήσεων της N.A.K. και των τέκνων της.

17.      Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία δεν απηύθυνε αίτημα εκ νέου ανάληψης στις βελγικές αρχές. Ωστόσο, απηύθυνε στις αρχές αυτές αίτηση παροχής πληροφοριών, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο αποσκοπεί στη διευκόλυνση της διαβίβασης πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

18.      Στην από 5 Μαρτίου 2021 απάντησή τους, οι βελγικές αρχές ανέφεραν ότι η N.A.K. είχε υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας στο Βέλγιο στις 21 Αυγούστου 2018. Ωστόσο, η αίτησή της απορρίφθηκε στις 5 Ιουλίου 2019, κατόπιν εξέτασης επί της ουσίας. Οι εν λόγω αρχές επισήμαναν ότι, κατά τη διάρκεια της ενώπιόν τους διαδικασίας ασύλου, δεν τεκμηριώθηκε επαρκώς πως η N.A.K. κινδύνευε να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη χώρα καταγωγής της. Επιπλέον, οι αρχές αυτές έκριναν ότι η N.A.K., κατά την επιστροφή της στη Λωρίδα της Γάζας, θα μπορούσε να ζητήσει προστασία ή αρωγή από την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA).

19.      Οι βελγικές αρχές ανέφεραν, επίσης, ότι η N.A.K. δεν άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω απόφασης, η οποία, ως εκ τούτου, κατέστη απρόσβλητη.

20.      Με απόφαση της 25ης Μαΐου 2021, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απέρριψε τις αιτήσεις της N.A.K. και των τέκνων της ως απαράδεκτες και διέταξε την απομάκρυνσή τους προς τη Λωρίδα της Γάζας.

21.      Ειδικότερα, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία έκρινε ότι, βάσει του άρθρου 71a, παράγραφος 1, του AsylG, δεν απαιτείτο η διεξαγωγή νέας διαδικασίας ασύλου για τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης. Τούτο δε διότι οι προηγούμενες αιτήσεις τους για διεθνή προστασία είχαν απορριφθεί από τις βελγικές αρχές και δεν συνέτρεχαν λόγοι επανάληψης της διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφοι 1 έως 3, του VwVfG. Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία επισήμανε ότι δεν είχε υπάρξει μεταβολή της πραγματικής και νομικής κατάστασης της N.A.K. και των τέκνων της και ότι δεν είχαν προσκομιστεί νέα αποδεικτικά στοιχεία.

22.      Στις 9 Ιουνίου 2021 οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης άσκησαν προσφυγή κατά της ανωτέρω πράξης ενώπιον του Verwaltungsgericht Minden (διοικητικού πρωτοδικείου του Minden). Η N.A.K. υποστήριξε ότι στη Λωρίδα της Γάζας θα υποστεί σοβαρές δυσμενείς διακρίσεις, δεδομένου ότι εκεί η βία κατά των γυναικών, ιδίως αν είναι διαζευγμένες ή μόνες, είναι κοινωνικά αποδεκτή. Επιπλέον, η πρόσβαση σε ιατρική περίθαλψη ή εργασία είναι περιορισμένη και, λόγω των επισφαλών συνθηκών στη Λωρίδα της Γάζας, δεν θα είναι δυνατόν να εξασφαλίσει για την ίδια και τα δυο τέκνα της στοιχειωδώς τα προς το ζην. Επιπλέον, ανέφερε ότι στη Λωρίδα της Γάζας δεν έχει οικογενειακή υποστήριξη ούτε αναμένεται επαρκής υποστήριξη για την ίδια και τα τέκνα της από την UNRWA. Οι βελγικές αρχές παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία. Επίσης, υποστήριξε ότι δεν είναι και εν τοις πράγμασιν δυνατόν για την ίδια και τα τέκνα της να επιστρέψουν στη Λωρίδα της Γάζας και να υπαχθούν στην προστασία της UNRWA. Λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω στοιχείων, υποστήριξε ότι πρέπει να τους χορηγηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα.

23.      Με διάταξη της 31ης Αυγούστου 2021, το αιτούν δικαστήριο διέταξε το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής της N.A.K. κατά της διάταξης περί απομάκρυνσης που περιλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε, παραπέμποντας στις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στην υπόθεση C‑8/20, L.R. (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Νορβηγία), ότι υπάρχουν αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 71a του AsylG με το δίκαιο της Ένωσης.

24.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό πρωτοδικείο του Minden) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της αυτής οδηγίας, την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας μια αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται στο εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, εφόσον η αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβλήθηκε προηγουμένως σε άλλο κράτος μέλος απορρίφθηκε από το άλλο κράτος μέλος, με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη, ως αβάσιμη;»

Β.      Η υπόθεση C202/23

25.      Ο προσφεύγων της κύριας δίκης, M.E.O., είναι υπήκοος Λιβάνου, γεννηθείς το 1989. Εισήλθε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας στις 2 Μαρτίου 2020 και υπέβαλε αυθημερόν αίτηση ασύλου. Η αίτησή του καταχωρίστηκε από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία στις 30 Απριλίου 2020. Όταν από έρευνα της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας στο σύστημα Eurodac προέκυψε σύμπτωση της κατηγορίας 1 για την Πολωνία, οι πολωνικές αρχές αποδέχθηκαν, με έγγραφο της 29ης Απριλίου 2020, αίτημα εκ νέου ανάληψης του M.E.O.

26.      Με απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απέρριψε την αίτηση του M.E.O ως απαράδεκτη και διέταξε την απομάκρυνσή του προς την Πολωνία. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία επισήμανε ότι υπεύθυνη για τη διεξαγωγή της διαδικασίας ασύλου ήταν η Πολωνία.

27.      Στις 6 Ιουλίου 2020 ο M.E.O. άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω απόφασης και κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Verwaltungsgericht Düsseldorf (διοικητικού πρωτοδικείου Ντίσελντορφ, Γερμανία). Το δικαστήριο αυτό απέρριψε την εν λόγω αίτηση.

28.      Στις αρχές Νοεμβρίου 2020 η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ενημέρωσε τις πολωνικές αρχές ότι, μολονότι η προθεσμία για τη μεταφορά του M.E.O. στην Πολωνία δεν είχε λήξει, στην πραγματικότητα δεν ήταν δυνατή η μεταφορά, επειδή ο M.E.O. είχε διαφύγει.

29.      Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2021, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ανακάλεσε την απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, με την αιτιολογία ότι η προθεσμία μεταφοράς του M.E.O. είχε λήξει. Κατόπιν αίτησης της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας για παροχή πληροφοριών, οι πολωνικές αρχές γνωστοποίησαν, με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2021, ότι η διαδικασία ασύλου στην Πολωνία διεκόπη στις 20 Απριλίου 2020. Ο M.E.O. είχε τη δυνατότητα επανέναρξης της διαδικασίας ασύλου αυτής μέχρι τον Ιανουάριο του 2021 (ήτοι εντός προθεσμίας εννέα μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης διακοπής της εξέτασης), αλλά πλέον η σχετική προθεσμία είχε λήξει.

30.      Με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απέρριψε την αίτηση ασύλου του M.E.O. ως απαράδεκτη και διέταξε την απομάκρυνσή του προς τον Λίβανο. Η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία διευκρίνισε ότι, βάσει του άρθρου 71a, παράγραφος 1, του AsylG, δεν επιτρεπόταν η διεξαγωγή περαιτέρω διαδικασίας ασύλου στη Γερμανία, δεδομένου ότι η διαδικασία ασύλου στην Πολωνία είχε διακοπεί, χωρίς να χορηγηθεί εκεί διεθνής προστασία στον M.E.O. Συναφώς, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία επισήμανε ότι η πραγματική και νομική κατάσταση του M.E.O. δεν είχε μεταβληθεί σε σχέση με την περιγραφείσα κατάσταση στην προηγούμενη αίτησή του στην Πολωνία, ούτε είχαν προσκομιστεί νέα αποδεικτικά στοιχεία.

31.      Στις 27 Ιουλίου 2021 ο M.E.O. άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Verwaltungsgericht Minden (διοικητικού πρωτοδικείου του Minden), που είναι το αιτούν δικαστήριο.

32.      Με διάταξη της 31ης Αυγούστου 2021, το αιτούν δικαστήριο διέταξε το ανασταλτικό αποτέλεσμα της προσφυγής του M.E.O. κατά της διάταξης περί απομάκρυνσης που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, το εν λόγω δικαστήριο επισήμανε ότι έχει αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της έννοιας της «μεταγενέστερης αίτησης» και ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 71a του AsylG με το δίκαιο της Ένωσης.

33.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω περιστάσεων, το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό πρωτοδικείο του Minden) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας αίτηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα στο εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αν ο αιτών έχει ήδη υποβάλει προηγουμένως αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος και το άλλο αυτό κράτος μέλος έχει διακόψει τη διαδικασία για τον λόγο ότι ο αιτών δεν τη συνέχισε;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα:

Έχει το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους βάσει της οποίας αίτηση διεθνούς προστασίας υποβληθείσα στο εν λόγω κράτος μέλος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αν ο αιτών έχει ήδη υποβάλει προηγουμένως αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος και το άλλο αυτό κράτος μέλος έχει διακόψει τη διαδικασία για τον λόγο ότι ο αιτών δεν τη συνέχισε, μολονότι η διαδικασία ασύλου στο άλλο κράτος μέλος μπορεί ακόμη να κινηθεί εκ νέου από αυτό, αν ο αιτών υποβάλει σχετική αίτηση;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα:

Καθορίζει το δίκαιο της Ένωσης το χρονικό σημείο το οποίο είναι κρίσιμο, στο πλαίσιο της εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας, όσον αφορά το ζήτημα αν μπορεί να κινηθεί εκ νέου διαδικασία ασύλου διακοπείσα προηγουμένως σε άλλο κράτος μέλος ή το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται αποκλειστικά από το εθνικό δίκαιο;

4)      Σε περίπτωση που στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης περιέχει σχετικές διατάξεις:

Ποιο χρονικό σημείο είναι κρίσιμο, βάσει των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, στο πλαίσιο της εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας, όσον αφορά το ζήτημα αν μπορεί να κινηθεί εκ νέου διαδικασία ασύλου διακοπείσα προηγουμένως σε άλλο κράτος μέλος;»

IV.    Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

34.      Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 2022, πρωτοκολλήθηκαν στο Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 2023 (για την υπόθεση C‑123/23) και στις 28 Μαρτίου 2023 (για την υπόθεση C‑202/23).

35.      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 10ης Μαΐου 2023, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑123/23 και C‑202/23 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

36.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Επιτροπή εκπροσωπήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 29 Φεβρουαρίου 2024.

V.      Ανάλυση

37.      Προκειμένου ένας αιτών άσυλο να μεγιστοποιήσει την πιθανότητες να του χορηγηθεί διεθνή προστασία, δεν θα προκαλούσε έκπληξη αν επεδίωκε να καταθέσει αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη. Ο νομοθέτης της Ένωσης, έχοντας επίγνωση της σημασίας του να αποφεύγεται η συμφόρηση του συστήματος λόγω της υποχρέωσης των αρχών των κρατών μελών να εξετάζουν πολλαπλές αιτήσεις του ίδιου αιτούντος και προκειμένου να αποφεύγεται το «forum shopping» (6), περιέλαβε στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ ειδικές διατάξεις που προβλέπουν ότι οι αιτήσεις που υποβάλλονται από το ίδιο πρόσωπο τυγχάνουν επεξεργασίας σε ένα και μόνο κράτος μέλος (7), αποβλέποντας, ως εκ τούτου, στον περιορισμό των «δευτερογενών μετακινήσεων» (8). Κατ’ ουσίαν, ο νομοθέτης θέσπισε έναν μηχανισμό «μίας στάσης» (one-stop shop), σκοπός του οποίου είναι να αποθαρρύνει τους αιτούντες άσυλο από το να προκαλούν την ταυτόχρονη ή διαδοχική διεξαγωγή πλειόνων διαδικασιών ασύλου σε διαφορετικά κράτη μέλη (κράτη μέλη Α, Β κ.λπ.), κινώντας διαδικασία ασύλου στο κράτος μέλος Β, Γ κ.λπ. μετά την περάτωση ή τη διακοπή της διαδικασίας ασύλου στο κράτος μέλος A.

38.      Κατ’ αρχάς, θα περιγράψω τις διατάξεις του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ τις οποίες ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε ρητώς με σκοπό την εξαρχής αποφυγή του ενδεχομένου να συμβεί τέτοια περίπτωση (A). Στη συνέχεια, θα εξετάσω αν τα κράτη μέλη μπορούν να συμπληρώνουν την προβλεπόμενη στις ανωτέρω διατάξεις λύση παρέχοντας στις αρμόδιες αρχές και τα δικαστήριά τους τη δυνατότητα να κρίνουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις ως απαράδεκτη αίτηση που υποβάλλεται μετά τη διεξαγωγή από άλλο κράτος μέλος διαδικασίας ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας (Β). Τούτο δε διότι το κύριο ζήτημα που τίθεται στις υπό κρίση υποθέσεις αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων σε περιπτώσεις που αφορούν πλείονα κράτη μέλη, ήτοι όταν ένα πρόσωπο υποβάλλει αίτηση ασύλου στο κράτος μέλος Β (εν προκειμένω, στη Γερμανία), ενώ έχει ήδη διεξαχθεί διαδικασία ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου στο κράτος μέλος Α (εν προκειμένω, αντίστοιχα, στο Βέλγιο και στην Πολωνία).

Α.      «Διαδικασίες εκ νέου ανάληψης»: η ρητή λύση του νομοθέτη της Ένωσης

39.      Προκειμένου να αποθαρρύνει την υποβολή αιτήσεων διεθνούς προστασίας από το ίδιο πρόσωπο σε πλείονα κράτη μέλη, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ διατάξεις που προβλέπουν ότι οι αιτήσεις αυτές εξετάζονται από ένα και μόνον κράτος μέλος (στο εξής: υπεύθυνο κράτος μέλος). Ειδικότερα, το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ έως δʹ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το υπεύθυνο κράτος μέλος υποχρεούται να «αναλαμβάνει εκ νέου» τον αιτούντα που υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος (9).

1.      Σύντομη επισκόπηση της «διαδικασίας εκ νέου ανάληψης»

40.      Η «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» περιγράφεται λεπτομερώς στα άρθρα 23 έως 25 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Η διαδικασία αυτή εκκινεί με την υποβολή «αιτήματος εκ νέου ανάληψης» από το «αιτούν κράτος μέλος» (δηλαδή το κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο αιτών) στο υπεύθυνο κράτος μέλος. Εάν διεξαχθεί επιτυχώς, καταλήγει στη μεταφορά του αιτούντος από το αιτούν κράτος μέλος στο άλλο αυτό κράτος μέλος. Οι λεπτομέρειες και οι προθεσμίες της μεταφοράς περιγράφονται λεπτομερώς στο άρθρο 29 του εν λόγω κανονισμού.

41.      Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι οι περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να υποβληθεί από το αιτούν κράτος μέλος «αίτημα εκ νέου ανάληψης» περιλαμβάνουν, πρώτον, την περίπτωση κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αιτείται άσυλο σε αυτό το κράτος μέλος ενόσω η αίτησή του εξετάζεται από το υπεύθυνο κράτος μέλος ή μετά την εκ μέρους του ανάκληση της αίτησής του ενώπιον του εν λόγω κράτους μέλους (άρθρο 18, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ) και, δεύτερον, στις περιπτώσεις στις οποίες υποβάλλει τέτοια αίτηση μετά την απόρριψη της αίτησής του από το υπεύθυνο κράτος μέλος (άρθρο 18, στοιχείο δʹ, του εν λόγω κανονισμού). Αντιλαμβάνομαι ότι η πρώτη περίπτωση αντιστοιχεί στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης C‑202/23, δεδομένου ότι η διαδικασία ασύλου στην Πολωνία επί προηγούμενης αίτησης του M.E.O. βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη κατά τον χρόνο κατά τον οποίο αυτός «έκανε» αίτηση ενώπιον της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή διακόπηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, λίγες ημέρες αργότερα, για τον λόγο ότι ο M.E.O. ανακάλεσε σιωπηρώς την προηγούμενη αίτησή του ενώπιον των πολωνικών αρχών. Στη δεύτερη περίπτωση εμπίπτουν τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑123/23.

42.      Επομένως, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία είχε στη διάθεσή της μια «προφανή» λύση, προκειμένου να αποφύγει την εξέταση των αιτήσεων που υπέβαλαν η N.A.K. και τα τέκνα της, αφενός, και ο M.E.O., αφετέρου. Συγκεκριμένα, θα μπορούσε να απευθύνει «αίτημα εκ νέου ανάληψης» προς την Πολωνία και το Βέλγιο, αντίστοιχα, και να οργανώσει τη μεταφορά των εν λόγω προσώπων προς τα κράτη μέλη αυτά. Πράγματι, στην υπόθεση C‑202/23, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απηύθυνε τέτοιο αίτημα. Επομένως, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται ενδεχομένως να παρέλκει, υπό τις εν λόγω περιστάσεις, η παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να στηριχτούν σε διαφορετικό εργαλείο (ήτοι στον λόγο απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32).

43.      Ωστόσο, όπως θα εξηγήσω ακολούθως (και όπως καταδεικνύουν τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης), είναι δυνατόν να υπάρξουν προσκόμματα στην εφαρμογή των «διαδικασιών εκ νέου ανάληψης». Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει καταστήσει σαφές ότι τα κράτη μέλη δεν είναι υποχρεωμένα να καταφεύγουν σε τέτοιες διαδικασίες.

2.      «Διαδικασίες εκ νέου ανάληψης»: μια μερική λύση...

44.      Οι «διαδικασίες εκ νέου ανάληψης» δεν ευδοκιμούν στις ακόλουθες περιπτώσεις. Πρώτον, το κράτος μέλος στο οποίο ο αιτών υπέβαλε «μεταγενέστερη αίτηση» (κράτος μέλος Β) ενδέχεται να μην τηρήσει την προθεσμία για την υποβολή «αιτήματος εκ νέου ανάληψης» προς το υπεύθυνο κράτος μέλος (κράτος μέλος Α) (10). Όταν συντρέχει τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος Β καθίσταται υπεύθυνο για την εξέταση της «μεταγενέστερης αίτησης» του ενδιαφερομένου αντί του κράτους μέλους Α (11). Δεύτερον, αν υποτεθεί ότι το «αίτημα εκ νέου ανάληψης» υποβάλλεται εγκαίρως από το κράτος μέλος Β, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα (κράτος μέλος Α) μπορεί να αρνηθεί να αναλάβει εκ νέου τον ενδιαφερόμενο, για παράδειγμα, με την αιτιολογία ότι δεν είναι αυτό, στην πραγματικότητα, το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησής του (12). Τούτο ακριβώς συνέβη στην υπόθεση C‑123/23: αρχικά, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία απηύθυνε αίτημα εκ νέου ανάληψης στις αρμόδιες ισπανικές αρχές, οι οποίες το απέρριψαν, θεωρώντας ότι δεν ήταν υπεύθυνες για την εξέταση των αιτήσεων της N.A.K. και των τέκνων της, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν, εν τω μεταξύ, ζητήσει άσυλο στο Βέλγιο και οι ισχυρισμοί τους είχαν εξεταστεί από τις βελγικές αρχές. Τρίτον, ακόμη και αν το κράτος μέλος Α δεχθεί την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος, το κράτος μέλος Β μπορεί εντούτοις να μην κατορθώσει να τον μεταφέρει πίσω στο κράτος μέλος Α εντός των προθεσμιών του άρθρου 29 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Στην περίπτωση αυτή, το κράτος μέλος Α θα απαλλαγεί από την υποχρέωσή του να αναλάβει εκ νέου τον ενδιαφερόμενο και η ευθύνη θα μεταφερθεί στο κράτος μέλος Β (13). Τούτο συνέβη στην υπόθεση C‑202/23: η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία δεν κατόρθωσε να μεταφέρει τον M.E.O. πίσω στην Πολωνία εντός της σχετικής προθεσμίας (διότι ο M.E.O. είχε διαφύγει) και, ως εκ τούτου, κατέστη υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησής του.

45.      Επιπλέον, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να καταφεύγουν στην εφαρμογή των διαδικασιών εκ νέου ανάληψης. Πράγματι, το άρθρο 23, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αναφέρει απλώς ότι το κράτος μέλος Β «μπορεί να υποβάλει» (14) στο κράτος μέλος Α αίτημα να αναλάβει εκ νέου τον ενδιαφερόμενο. Επιπλέον, η «ρήτρα διακριτικής ευχέρειας» η οποία προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού παρέχει σε κάθε κράτος μέλος τη δυνατότητα να αποφασίσει να εξετάσει μια «αίτηση διεθνούς προστασίας που έχει κατατεθεί». Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑123/23 προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, μετά την απόρριψη του «αιτήματος εκ νέου ανάληψης» που απηύθυνε προς τις ισπανικές αρχές, έκρινε ότι ήταν υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων της N.A.K. και των τέκνων της, που υποβλήθηκαν στο έδαφός της, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Το εν λόγω κράτος μέλος εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι ο λόγος για τον οποίο στηρίχθηκε στη διάταξη αυτή ήταν ότι, κατά τον χρόνο εκείνο, ήταν, ούτως ή άλλως, πολύ αργά για να υποβάλει εμπροθέσμως άλλο «αίτημα εκ νέου ανάληψης» στις βελγικές αρχές.

46.      Επομένως, σε όλες τις περιπτώσεις που μόλις περιέγραψα, η ευθύνη για την εξέταση μιας αίτησης μπορεί να μεταφερθεί (και, στις υποθέσεις της κύριας δίκης, πράγματι μεταφέρθηκε) από το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου ο ίδιος ενδιαφερόμενος είχε υποβάλει προηγουμένως αίτηση ασύλου, ήτοι από το κράτος μέλος Α (εν προκειμένω, το Βέλγιο και την Πολωνία), στο κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου έχει υποβληθεί τέτοια αίτηση, ήτοι στο κράτος μέλος Β (εν προκειμένω, τη Γερμανία).

47.      Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να εξεταστούν το μόνο προδικαστικό ερώτημα που έχει υποβληθεί στην υπόθεση C‑123/23 και τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑202/23.

Β.      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας: συμπληρωματικό εργαλείο;

48.      Στις ενότητες που ακολουθούν, θα εκθέσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που το κράτος μέλος Β (εν προκειμένω, η Γερμανία) καταστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση της αίτησης που έχει υποβληθεί στο έδαφός του, αντί του κράτους μέλους Α, οι αρχές του κράτους μέλους Β έχουν τη δυνατότητα να απορρίψουν την υποβληθείσα ενώπιόν τους «μεταγενέστερη αίτηση» ως απαράδεκτη, παρά το γεγονός ότι η διαδικασία ασύλου επί της προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου δεν διεξήχθη από τις εν λόγω αρχές, αλλά από τις αρχές του κράτους μέλους Α (2).

49.      Προτού υπεισέλθω στην ανάλυση αυτή, ωστόσο, θα εξηγήσω αρχικά τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι, ανεξάρτητα από το αν οι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται σε τέτοιο διακρατικό πλαίσιο, μια αίτηση όπως αυτή την οποία έχει υποβάλει ο M.E.O. στην υπόθεση C‑202/23 δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32. Συγκεκριμένα, προκειμένου να έχει εφαρμογή ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, πρώτη προϋπόθεση αποτελεί το να αποτελεί η αίτηση «μεταγενέστερη αίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας, όπερ προϋποθέτει ότι οι αρχές του κράτους μέλους Α πρέπει να έχουν εκδώσει «[απρόσβλητη] απόφαση» επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου. Όπως θα εξηγήσω, αίτηση όπως η υποβληθείσα από τον M.E.O. δεν πληροί την ανωτέρω απαίτηση (1).

1.      Η επίμαχη στην υπόθεση C202/23 περίπτωση: η ανάγκη για «[απρόσβλητη] απόφαση» επί προηγούμενης αίτησης (άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32)

50.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η αίτηση του M.E.O. ενώπιον της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας φέρει ημερομηνία 2 Μαρτίου 2020 και ότι καταχωρίστηκε στις 30 Απριλίου 2020. Επίσης, επισημαίνει ότι η διαδικασία ασύλου στην Πολωνία επί προηγούμενης αίτησης του M.E.O. διακόπηκε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 (15), στις 20 Απριλίου 2020, για τον λόγο ότι ο M.E.O. είχε ανακαλέσει σιωπηρώς την αίτησή του. Η διαδικασία μπορούσε πάντως να επαναληφθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 2021.

51.      Συναφώς, επισημαίνω ότι το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι ο όρος «μεταγενέστερη αίτηση» καλύπτει την περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται περαιτέρω αίτηση «μετά τη λήψη [απρόσβλητης] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων [...] περιπτώσεων όπου η αποφαινόμενη αρχή απέρριψε αίτηση μετά από τη σιωπηρή της ανάκληση σύμφωνα με το άρθρο 28 παράγραφος 1» της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, το γεγονός και μόνον ότι η διαδικασία ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου έχει περατωθεί βάσει του εν λόγω άρθρου και ότι η αίτηση αυτή έχει σιωπηρώς ανακληθεί από τον ενδιαφερόμενο δεν συνιστά, αυτό καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτού, εμπόδιο στο να θεωρηθεί μια αίτηση που υποβάλλεται από το ίδιο πρόσωπο σε μεταγενέστερο χρόνο ως «μεταγενέστερη αίτηση» κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.

52.      Ωστόσο, όπως ορθά επισημαίνει η Επιτροπή, σε μια τέτοια περίπτωση, για να εμπίπτει μια αίτηση στο πεδίο εφαρμογής του ορισμού της «μεταγενέστερης αίτησης», που προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, η απόφαση διακοπής της προηγούμενης διαδικασίας ασύλου πρέπει, πρώτον, να έχει ήδη εκδοθεί από το κράτος μέλος Α μέχρι τη στιγμή που ο ενδιαφερόμενος υπέβαλε την αίτησή του στο κράτος μέλος Β (16). Δεύτερον, ο ενδιαφερόμενος δεν πρέπει να έχει πλέον τη δυνατότητα να επαναλάβει τη διαδικασία αυτή (ειδάλλως η εν λόγω απόφαση δεν θα μπορεί να θεωρηθεί απρόσβλητη).

53.      Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι αίτηση όπως αυτή που υπέβαλε ο M.E.O. ενώπιον της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας δεν πληροί την πρώτη ως άνω απαίτηση. Τούτο δε διότι όταν ο M.E.O. υπέβαλε την αίτησή του στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία στις 2 Μαρτίου 2020, η απόφαση των πολωνικών αρχών να διακόψουν τη διαδικασία ασύλου επί της προηγούμενης αίτησής του (με ημερομηνία 20 Απριλίου 2020) δεν είχε ακόμη εκδοθεί.

54.      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το αν κρίσιμη είναι η ημερομηνία κατά την οποία ο M.E.O υπέβαλε την αίτησή του στη Γερμανία. Κατά το εν λόγω δικαστήριο, η κρίσιμη ημερομηνία θα μπορούσε επίσης να είναι η ημερομηνία καταχώρισης της εν λόγω αίτησης ή η ημερομηνία κατά την οποία η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία κατέστη υπεύθυνη για την εξέτασή της (οι οποίες είναι αμφότερες μεταγενέστερες της έκδοσης της απόφασης των πολωνικών αρχών για διακοπή της εκκρεμούς ενώπιόν τους διαδικασίας ασύλου). Επισημαίνω, ωστόσο, ότι το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι μια αίτηση μπορεί να θεωρηθεί ως «μεταγενέστερη αίτηση» μόνον αν η εν λόγω αίτηση «υποβάλλεται μετά τη λήψη [...] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης» (17). Αντιλαμβάνομαι τον όρο «υποβάλλεται» υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε χρόνο διαφορετικό όχι μόνον από εκείνον κατά τον οποίο η εν λόγω αρχή κρίνει ότι είναι υπεύθυνη για την εξέταση της αίτησης, αλλά και από τον χρόνο καταχώρισης της αίτησης, οπότε στην υπόθεση C‑202/23 αντιστοιχεί στην ημερομηνία της 2ας Μαρτίου 2020 (πρόκειται για την ημερομηνία την οποία φέρει η αίτηση του M.E.O). Τούτο δε διότι η πράξη της «υποβολής» αίτησης διεθνούς προστασίας δεν περιλαμβάνει διοικητικές διατυπώσεις (18). Η ερμηνεία αυτή απορρέει, ειδικότερα, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο ορίζει ότι «[ό]ταν ένα πρόσωπο υποβάλλει αίτηση διεθνούς προστασίας [...], η καταχώριση γίνεται το αργότερο τρεις εργάσιμες ημέρες μετά την υποβολή της αίτησης».

55.      Όσον αφορά τη δεύτερη απαίτηση περί της οποίας έκανα λόγο στο σημείο 52 ανωτέρω, είμαι της γνώμης ότι η αίτηση του M.E.O. ενώπιον της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας επίσης δεν πληροί την απαίτηση αυτή διότι, όταν ο M.E.O υπέβαλε τη συγκεκριμένη αίτηση, υπήρχε ακόμη δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον των πολωνικών αρχών μέχρι τις 20 Ιανουαρίου 2021.

56.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το άρθρο 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 28, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε ο αιτών σε σχέση με τον οποίο έχει ληφθεί απόφαση διακοπής της διαδικασίας ασύλου να δικαιούται, εντός προθεσμίας τουλάχιστον εννέα μηνών, να ζητήσει την επανεξέταση της υπόθεσής του ή να υποβάλλει νέα αίτηση η οποία «δεν υπόκειται στη διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 40 και 41» (19). Δεδομένου ότι τα άρθρα 40 και 41 της οδηγίας 2013/32 ρυθμίζουν ειδικότερα τη διαδικασία που εφαρμόζεται στις «μεταγενέστερες αιτήσεις», είναι κατά τη γνώμη μου σαφές ότι αίτηση που υποβάλλεται πριν από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας των εννέα ή περισσοτέρων μηνών (σε χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί ακόμη να επαναληφθεί η διαδικασία ασύλου στο κράτος μέλος Α) δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως «μεταγενέστερη αίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας (20).

57.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί στην υπόθεση C‑202/23 ότι το γεγονός και μόνον ότι η διαδικασία ασύλου επί προγενέστερης αίτησης του ενδιαφερομένου για διεθνή προστασία έχει περατωθεί με απόφαση διακοπής της, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, δεν συνιστά, αυτό καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτού, εμπόδιο στο να θεωρηθεί μια αίτηση που υποβάλλεται από το ίδιο πρόσωπο σε μεταγενέστερο χρόνο ως «μεταγενέστερη αίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, η αίτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 δεν έχει εφαρμογή, αν η απόφαση διακοπής της διαδικασίας ασύλου επί της προηγούμενης αίτησης δεν έχει ακόμη εκδοθεί ή αν ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να επαναλάβει τη διαδικασία αυτή. Συναφώς, το άρθρο 28, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα χρονικό όριο τουλάχιστον εννέα μηνών», μέχρι το οποίο μπορεί να επαναληφθεί η διαδικασία. Στα κράτη μέλη εναπόκειται να αποφασίσουν, στο εθνικό τους δίκαιο, ποιο θα είναι το εν λόγω χρονικό όριο, αρκεί να μην υπολείπεται του ελάχιστου ορίου των εννέα μηνών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

58.      Τούτο σημαίνει πρακτικά ότι, αν ο αιτών άσυλο ζητήσει διεθνή προστασία στο κράτος μέλος Β πριν από την έκδοση της απόφασης διακοπής της διαδικασίας ασύλου στο κράτος μέλος Α ή πριν από τη λήξη της προθεσμίας για επανάληψη της εν λόγω διαδικασίας, το κράτος μέλος Β δεν θα έχει άλλη επιλογή παρά είτε να προσφύγει στη «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» που περιγράφεται λεπτομερώς στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ είτε να κρίνει ότι είναι υπεύθυνο για την εξέταση της υποβληθείσας στο έδαφός του αίτησης (κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού) και να διενεργήσει πλήρη εξέταση των ισχυρισμών του αιτούντος επί της ουσίας (21).

2.      Η επίμαχη στην υπόθεση C123/23 περίπτωση: η δυνατότητα εφαρμογής του λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 σε διακρατικό πλαίσιο

59.      Η επίμαχη στην υπόθεση C‑123/23 περίπτωση δεν χαρακτηρίζεται από το πρόβλημα που περιέγραψα στην προηγούμενη ενότητα. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο η N.A.K. και τα τέκνα της υπέβαλαν αίτηση ασύλου ενώπιον της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας, η διαδικασία ασύλου που τους αφορούσε ενώπιον του κράτους μέλους Α (εν προκειμένω, του Βελγίου) είχε διακοπεί με απορριπτική απόφαση που είχε καταστεί απρόσβλητη. Τούτο δε διότι οι βελγικές αρχές απέρριψαν τους ισχυρισμούς της N.A.K. και των τέκνων της με απόφαση κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω αρχές έχουν εκδώσει «[απρόσβλητη] απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο εʹ, της ίδιας οδηγίας, το οποίο προβλέπει ότι «[απρόσβλητη] απόφαση» είναι «η απόφαση που ορίζει κατά πόσον χορηγείται στον υπήκοο τρίτης χώρας ή στον ανιθαγενή καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας δυνάμει της οδηγίας [2011/95] και η οποία δεν υπόκειται πλέον σε άσκηση ένδικου μέσου».

60.      Στο πλαίσιο αυτό, το αν η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχοντας κρίνει ότι είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων της N.A.K. και των τέκνων της (22), μπορεί να στηριχτεί στον λόγο απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 εξακολουθεί να εξαρτάται από το κατά πόσον η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, απαιτεί η προηγούμενη αίτηση και η «μεταγενέστερη αίτηση» να έχουν υποβληθεί στο ίδιο κράτος μέλος.

61.      Προκειμένου να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους φρονώ ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν θέτουν τέτοια απαίτηση, θα αναλύσω ακολούθως τη γραμματική, τη συστηματική και την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας.

α)      Γραμματική ερμηνεία

62.      Στο άρθρο 33 της οδηγίας 2013/32, το οποίο φέρει τον τίτλο «Περιπτώσεις απαράδεκτων αιτήσεων», απαριθμούνται οι εξαιρέσεις από τον κανόνα κατά τον οποίο οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν να εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας επί της ουσίας (23). Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αυτού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη «μπορούν να» θεωρήσουν αίτηση για διεθνή προστασία ως απαράδεκτη «μόνο εάν» συντρέχει ένας από τους λόγους που απαριθμούνται στην παράγραφο αυτή. Αντιλαμβάνομαι από την εν λόγω διάταξη, πρώτον, ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να κρίνουν μια αίτηση απαράδεκτη. Δεύτερον, τα κράτη μέλη δεν έχουν την ευχέρεια να προβλέπουν πρόσθετους λόγους απαραδέκτου στη νομοθεσία τους (24).

63.      Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι είναι σαφές ότι ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας2013/32, ο οποίος αφορά τις «μεταγενέστερες αιτήσεις», πρέπει να νοηθεί ως προαιρετικός αλλά και εξαντλητικός λόγος για την απόρριψη των εν λόγω αιτήσεων ως απαράδεκτων. Η δυνατότητα εφαρμογής του λόγου αυτού σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει πλείονα κράτη μέλη τα οποία μετέχουν πλήρως στο κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου εξαρτάται επομένως από το κατά πόσον η διατύπωση του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, είναι αρκούντως ευρεία ώστε να περιλαμβάνει και τη δυνατότητα αυτή.

64.      Συναφώς, επισημαίνω ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 δεν αναφέρει ότι η διαδικασία ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου, η οποία έχει περατωθεί με απόφαση που κατέστη απρόσβλητη, πρέπει απαραιτήτως να έχει διεξαχθεί από το ίδιο κράτος μέλος στο οποίο ο ενδιαφερόμενος ζητεί στη συνέχεια άσυλο. Στην πραγματικότητα, η διάταξη αυτή περιλαμβάνει δύο ρητές προϋποθέσεις, ήτοι, αφενός, η αίτηση να είναι «μεταγενέστερη αίτηση» και, αφετέρου, να μην «προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας». Η διάταξη σιωπά όσον αφορά τον τόπο όπου πρέπει να έχει διεξαχθεί η εν λόγω διαδικασία ασύλου, ζήτημα το οποίο, κατά τη γνώμη μου, αφορά την πρώτη προϋπόθεση. Το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας είναι εξίσου διφορούμενο ως προς το ζήτημα αυτό.

65.      Όπως επισήμανα ήδη στην εισαγωγή των παρουσών προτάσεων, το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει την πρώτη προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει το να θεωρηθεί μια αίτηση ως «μεταγενέστερη αίτηση» όταν αυτή υποβάλλεται μετά την εξέταση μιας αίτησης του ίδιου προσώπου από τρίτο κράτος (Νορβηγία) ή από κράτος μέλος (Δανία) που δεσμεύεται μεν από τον κανονισμό Δουβλίνο III αλλά όχι από την εν λόγω οδηγία ούτε από την οδηγία 2011/95. Το Δικαστήριο έχει στηρίξει το εν λόγω συμπέρασμα στο γεγονός ότι η απρόσβλητη απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου πρέπει να έχει εκδοθεί από κράτος που δεσμεύεται από την τελευταία ως άνω οδηγία. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ρητώς ότι το εν λόγω συμπέρασμά του διατυπώθηκε «με την επιφύλαξη του αυτοτελούς ζητήματος αν η έννοια της “μεταγενέστερης αίτησης” έχει εφαρμογή σε περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας υποβαλλόμενη σε κράτος μέλος μετά την εκ μέρους άλλου κράτους μέλους [το οποίο δεσμεύεται από την εν λόγω οδηγία] απόρριψη προγενέστερης αίτησης με απρόσβλητη απόφαση» (25). Κατά συνέπεια, έχει αφήσει το ζήτημα αυτό ανοικτό.

66.      Επισημαίνω, επίσης, όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε μια υπόθεση στην οποία του είχε ζητηθεί να αποφανθεί επί της έννοιας των «νέων στοιχείων ή πορισμάτων», κατά το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, ότι οι περιπτώσεις που, κατά την εν λόγω οδηγία, μια «μεταγενέστερη αίτηση» θεωρείται κατ’ ανάγκην παραδεκτή πρέπει να ερμηνεύονται ευρέως (26). Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλύπτονται από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, του εν λόγω νομοθετήματος, οι αρχές του κράτους μέλους οφείλουν, όπως εξήγησα ήδη στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων, να εξετάζουν τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας επί της ουσίας. Ωστόσο, η απόφαση αυτή έχει περιορισμένη σημασία για το ζήτημα που τίθεται στις υπό κρίση υποθέσεις. Πράγματι, δεν μπορεί να συναχθεί από τις διαπιστώσεις αυτές του Δικαστηρίου ότι απαίτηση η οποία δεν έχει περιληφθεί ρητώς στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 (ήτοι ότι μια αίτηση μπορεί να κριθεί απαράδεκτη ως «μεταγενέστερη αίτηση» μόνον αν υποβάλλεται σε κράτος μέλος το οποίο έχει εκδώσει απρόσβλητη απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου) και η οποία δεν αφορά τη δεύτερη αλλά την πρώτη από τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπεριέχεται στη διάταξη αυτή.

67.      Κλείνω την παρούσα ενότητα με την παρατήρηση ότι το Δικαστήριο έχει στην πραγματικότητα ήδη επισημάνει, έστω και σε συγκεκριμένη περίπτωση (27) η οποία δεν αφορούσε το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, αλλά την αντίστοιχη διάταξη της οδηγίας 2005/85/ΕΚ (28), η οποία ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2013/32, ότι αίτηση που υποβάλλεται σε κράτος μέλος μετά την απόρριψη προηγούμενης πανομοιότυπης αίτησης του ίδιου προσώπου με απρόσβλητη απόφαση σε άλλο (πρώτο) κράτος μέλος μπορεί να κριθεί απαράδεκτη από το δεύτερο αυτό κράτος μέλος (29).

68.      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων, συμφωνώ με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι η διατύπωση του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32 είναι αρκούντως ευρεία ώστε να μπορεί να περιλάβει τη δυνατότητα εφαρμογής του λόγου απαραδέκτου που προβλέπεται στην πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις σε ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει πλείονα κράτη μέλη τα οποία μετέχουν πλήρως στο κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου. Ταυτόχρονα όμως, δεν μπορώ να συναγάγω την ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας από το γράμμα και μόνον των ανωτέρω διατάξεων και, ως εκ τούτου, θα υπεισέλθω ακολούθως στη συστηματική και την τελολογική ερμηνεία των ίδιων αυτών διατάξεων.

β)      Συστηματική και τελολογική ερμηνεία

69.      Η συστηματική και η τελολογική ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32 επιρρωννύουν, κατά τη γνώμη μου, το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω διατάξεις μπορούν να εφαρμοστούν όταν η απρόσβλητη απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου έχει εκδοθεί από κράτος μέλος το οποίο μετέχει πλήρως στο κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, αλλά είναι διαφορετικό από εκείνο στο οποίο το πρόσωπο αυτό ζητεί σήμερα άσυλο.

70.      Κατ’ αρχάς, οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, το οποίο περιγράφει λεπτομερώς, στις παραγράφους 2 έως 5, τη διαδικασία που εφαρμόζεται γενικότερα στις «μεταγενέστερες αιτήσεις». Καμία από τις εν λόγω παραγράφους δεν περιέχει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας (ή η έννοια της «μεταγενέστερης αίτησης» που ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας αυτής) πρέπει να εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις υποβολής των διαδοχικών αιτήσεων στο ίδιο κράτος μέλος. Αξιοσημείωτο είναι ότι το άρθρο 40, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει απλώς και μόνον ότι «[σ]ε περίπτωση μη περαιτέρω εξέτασης μιας μεταγενέστερης αίτησης δυνάμει του παρόντος άρθρου, η αίτηση θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ)» της εν λόγω οδηγίας.

71.      Η ανωτέρω διαπίστωση δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32 περιέχει μιαν άλλη παράγραφο (παράγραφος 1) η οποία μνημονεύει ειδικά τις «μεταγενέστερες αιτήσεις» που υποβάλλονται «στο ίδιο κράτος μέλος». Τούτο δε διότι η παράγραφος αυτή δεν είναι διάταξη γενικής ισχύος, η οποία, όπως οι παράγραφοι 2 έως 5 του άρθρου 40, σκοπεί να καλύψει όλες τις περιπτώσεις στις οποίες μια αίτηση μπορεί να θεωρηθεί ως «μεταγενέστερη αίτηση». Όπως επιβεβαίωσε το Δικαστήριο πρόσφατα, η συγκεκριμένη παράγραφος 1, καθόσον έχει εφαρμογή στις «μεταγενέστερες αιτήσεις», αφορά την όλως ειδική περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο επιτρέπει, κατ’ εξαίρεση, την επανάληψη της διαδικασίας κατόπιν της οποίας η προηγούμενη αίτηση απορρίφθηκε με απόφαση που έχει καταστεί απρόσβλητη, λόγω της ύπαρξης μεταγενέστερης αίτησης (30).

72.      Το ανωτέρω συμπέρασμα ως προς το περιορισμένο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 40, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 επιρρωννύεται από την παράγραφο 7 του εν λόγω άρθρου. Η παράγραφος αυτή εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο έναντι του οποίου πρέπει να εκτελεστεί απόφαση μεταφοράς (εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ) προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά. Το γεγονός ότι η περίπτωση που καλύπτεται από το άρθρο 40, παράγραφος 7, της οδηγίας 2013/32 είναι διαφορετική από την περίπτωση που καλύπτεται από το άρθρο 40, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας επιβεβαιώνει ότι η διάταξη αυτή αποτελεί απλώς lex specialis (31).

73.      Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 40, παράγραφος 7, της οδηγίας 2013/32 καθιστά σαφές (32), κατά τη γνώμη μου, ότι στην έννοια της «μεταγενέστερης αίτησης», όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας, δεν εμπίπτουν αποκλειστικά και μόνον οι αιτήσεις που υποβάλλονται ενώπιον του ίδιου κράτους μέλους με εκείνο στο οποίο υποβλήθηκε προηγούμενη αίτηση του ίδιου προσώπου. Πράγματι, η έννοια αυτή χρησιμοποιείται, στο άρθρο 40, παράγραφος 7, της οδηγίας 2013/32, για αίτηση που υποβάλλεται στο έδαφος διαφορετικού κράτους μέλους, ήτοι του κράτους μέλους μεταφοράς (33).

74.      Δεύτερον, το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με τους λοιπούς λόγους απαραδέκτου που προβλέπονται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, και ιδίως στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής. Η εν λόγω διάταξη επιτρέπει στα κράτη μέλη να κρίνουν μια αίτηση απαράδεκτη για τον λόγο ότι «η διεθνής προστασία έχει χορηγηθεί από άλλο κράτος μέλος» στον ενδιαφερόμενο. Μολονότι είναι σαφές ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 αφορά διαφορετική περίπτωση πραγματικών περιστατικών από εκείνη του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας (ήτοι την περίπτωση κατά την οποία ένα διαφορετικό κράτος μέλος έχει απαντήσει θετικά, και όχι αρνητικά, σε προηγούμενη αίτηση του ίδιου προσώπου), φρονώ ότι η «διαχωριστική γραμμή» μεταξύ του αντίστοιχου πεδίου εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων δεν είναι πάντοτε σαφής.

75.      Τούτο δε διότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ έχει ήδη εφαρμοστεί από το Δικαστήριο σε εν μέρει απορριπτικές αποφάσεις. Στην απόφαση Ibrahim κ.λπ. (34), το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία μπορούσε να εφαρμόσει τον λόγο απαραδέκτου που προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη για να κρίνει απαράδεκτες τις αιτήσεις προσώπων στα οποία είχε προηγουμένως χορηγηθεί επικουρική προστασία, αλλά όχι καθεστώς πρόσφυγα, από άλλο κράτος μέλος. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι «[το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ] επεκτείνει τη δυνατότητα που προέβλεπε προηγουμένως το άρθρο 25, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2005/85, το οποίο επέτρεπε μια τέτοια απόρριψη μόνον εάν είχε χορηγηθεί στον αιτούντα το καθεστώς πρόσφυγα σε άλλο κράτος μέλος».

76.      Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο τόνισε ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32 (το οποίο, όπως εξέθεσα ανωτέρω, επιτρέπει στα κράτη μέλη να απορρίπτουν ως απαράδεκτη μια αίτηση που υποβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο αφού προηγουμένως άλλο κράτος μέλος έχει κατ’ ουσίαν αρνηθεί να του αναγνωρίσει το καθεστώς του πρόσφυγα) αποτελεί έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών (35). Ωστόσο, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν επιτρεπόταν η εφαρμογή του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, σε διακρατικές καταστάσεις, τούτο δεν θα συνιστούσε απλώς και μόνον έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, καθώς θα ισοδυναμούσε με αμοιβαία αναγνώριση των απορριπτικών αποφάσεων στον τομέα του ασύλου. Τέτοια αμοιβαία αναγνώριση θα μπορούσε να είναι δυνατή μόνον εφόσον ο νομοθέτης της Ένωσης την είχε προβλέψει ρητώς.

77.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη αυτή.

78.      Στην πραγματικότητα, συμμερίζομαι την άποψη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ότι η συλλογιστική της Επιτροπής δεν λαμβάνει υπόψη ένα σημαντικό στοιχείο. Κατά τη γνώμη μου, η αμοιβαία αναγνώριση απορριπτικής απόφασης στον τομέα του ασύλου θα προϋπέθετε υψηλό βαθμό «αυτοματισμού» και θα απαιτούσε οι αποφάσεις που εκδίδονται από τις αρχές ενός κράτους μέλους να έχουν δεσμευτικό αποτέλεσμα για τις αρχές των άλλων κρατών μελών, οι οποίες θα ήταν, κατ’ αρχήν, υποχρεωμένες να τις αναγνωρίζουν και να τις εφαρμόζουν σαν να ήταν δικές τους (36). Συμφωνώ ότι τέτοιες υποχρεώσεις είναι μεν δύσκολο να επιβληθούν στις αρχές των κρατών μελών εφόσον δεν συνοδεύονται από ρητή πρόβλεψη στο πρωτογενές δίκαιο ή από ρητή βούληση του νομοθέτη της Ένωσης (37).

79.      Ωστόσο, όπως εξήγησα στο σημείο 62 των παρουσών προτάσεων, το γράμμα του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 καθιστά σαφές ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να κρίνουν μια αίτηση απαράδεκτη βάσει της διατάξεως αυτής (38). Εάν το Δικαστήριο επιλέξει τη λύση που του προτείνω, το αποτέλεσμα θα είναι ότι, όταν το κράτος μέλος Β εξετάζει μια «μεταγενέστερη αίτηση» η οποία έχει υποβληθεί μετά την περάτωση, με απρόσβλητη απόφαση, της διαδικασίας ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου στο κράτος μέλος Α, θα διατηρούσε την ευχέρεια (εφόσον αυτό είναι το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ) να διενεργήσει πλήρη εξέταση επί της ουσίας των ισχυρισμών που προβάλλονται στην εν λόγω μεταγενέστερη αίτηση, χωρίς να δεσμεύεται από οποιαδήποτε απόφαση που έχει εκδοθεί από οποιοδήποτε κράτος μέλος επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου.

80.      Υπό τις συνθήκες αυτές, εκτιμώ ότι η ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, υπό την έννοια ότι, όπως και το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας, μπορεί να εφαρμόζεται σε διακρατικές καταστάσεις δεν ισοδυναμεί με τη δημιουργία ενός συστήματος αμοιβαίας αναγνώρισης, στο πλαίσιο του οποίου τα κράτη μέλη θα ήταν υποχρεωμένα να αναγνωρίζουν και να εφαρμόζουν τις αποφάσεις των άλλων κρατών μελών. Αν μη τι άλλο, η εν λόγω ερμηνεία απλώς επιβεβαιώνει ότι ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 συνιστά επίσης έκφραση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η ερμηνεία αυτή συνάδει με το γεγονός ότι ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 78, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ, ήτοι ένα ενιαίο καθεστώς ασύλου για τους υπηκόους τρίτων χωρών που να ισχύει σε ολόκληρη την Ένωση, δεν έχει επιτευχθεί πλήρως από τον νομοθέτη της Ένωσης, μέσω της πρόβλεψης αρχής αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις αποφάσεις περί χορήγησης (ή άρνησης) του καθεστώτος πρόσφυγα και μέσω του προσδιορισμού των λεπτομερειών εφαρμογής της αρχής αυτής (39).

81.      Τρίτον, είμαι της γνώμης ότι η συγκεκριμένη ερμηνεία του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, θα συνέβαλλε στην επίτευξη του σκοπού του περιορισμού των «δευτερογενών μετακινήσεων» μεταξύ των κρατών μελών. Ο σκοπός αυτός, ο οποίος διαπνέει το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου στο σύνολό του, αποτυπώνεται συγκεκριμένα στην αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2013/32.

82.      Όπως υπενθύμισαν η Επιτροπή και η Γαλλική Κυβέρνηση, το να θεωρηθεί μια αίτηση ως «μεταγενέστερη αίτηση» έχει ορισμένες συνέπειες για τον αιτούντα. Μια τέτοια αίτηση όχι μόνο μπορεί να κηρυχθεί απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, αλλά μπορεί επίσης (αν δεν απορριφθεί ως απαράδεκτη) (40) να υποβληθεί σε ταχεία διαδικασία (41). Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν παρεκκλίσεις από το δικαίωμα παραμονής του αιτούντος στο έδαφός τους (42). Τέλος, μια «μεταγενέστερη αίτηση» μπορεί, κατά το πέρας μιας ταχείας διαδικασίας, να απορριφθεί ως «προδήλως αβάσιμη» και τα κράτη μέλη μπορούν, στις περιπτώσεις αυτές, να μη χορηγούν χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης και να συνοδεύουν την απόφαση επιστροφής με απαγόρευση εισόδου (43).

83.      Τι θα σημαίνει πρακτικά το να μπορούν οι εν λόγω συνέπειες να επέλθουν μόνο στις περιπτώσεις «μεταγενέστερων αιτήσεων» που υποβάλλονται στο ίδιο κράτος μέλος (κράτος μέλος Α) και ποτέ στις περιπτώσεις αιτήσεων που υποβάλλονται σε διαφορετικό κράτος μέλος (κράτος μέλος Β), μετά τη «δευτερογενή μετακίνηση» του αιτούντος από το κράτος μέλος Α στο κράτος μέλος Β; Ο αιτών που πραγματοποιεί τέτοια «δευτερογενή μετακίνηση» θα τυγχάνει στην πραγματικότητα ευνοϊκότερης μεταχείρισης από εκείνον που «τηρεί τους κανόνες» και παραμένει στο υπεύθυνο κράτος μέλος. Θα μπορεί, κατ’ ουσίαν, να ξεκινήσει από την αρχή με «λευκό ποινικό μητρώο» στο κράτος μέλος Β, δεδομένου ότι το κράτος μέλος αυτό θα υποχρεούται να διενεργήσει πλήρη εξέταση της αίτησής του επί της ουσίας. Γενικότερα, οι αιτούντες άσυλο θα ενθαρρύνονται ενδεχομένως, ως εκ τούτου, να μετακινηθούν από το κράτος μέλος Α προς το κράτος μέλος Β μόλις λάβουν απορριπτική απόφαση στο κράτος μέλος Α. Θα μπορούν ακόμη και να μην ασκήσουν προσφυγή κατά της εν λόγω απόφασης στο κράτος μέλος Α και να την αφήσουν να καταστεί απρόσβλητη (δεδομένου ότι τούτο θα καθιστά δυνατή την εκ μέρους τους κίνηση νέας διαδικασίας στο κράτος μέλος Β). Προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τις πιθανότητές τους να επανεξεταστεί πλήρως η κατάστασή τους, οι αιτούντες άσυλο θα έχουν ενδεχομένως, επίσης, κίνητρο να υποβάλλουν «νέες» αιτήσεις σε όσο το δυνατόν περισσότερα άλλα κράτη μέλη (44).

84.      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι δευτερογενείς μετακινήσεις, αναμφίβολα, θα ενθαρρύνονται, αντί να περιορίζονται. Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος Β έχει την ευχέρεια να κηρύξει απαράδεκτη μια «μεταγενέστερη αίτηση» που έχει υποβληθεί στο έδαφός του, μολονότι η απρόσβλητη απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου ατόμου δεν εκδόθηκε από τις αρχές του, αλλά από τις αρχές του κράτους μέλους Α, ο πειρασμός για το εν λόγω άτομο να μεταβεί στο κράτος μέλος Β μειώνεται εκ προοιμίου σημαντικά.

85.      Τέταρτον, εκτιμώ ότι η ερμηνεία την οποία προτείνω στο Δικαστήριο συμβάλλει στην επίτευξη ενός άλλου σκοπού της οδηγίας 2013/32, ο οποίος συνίσταται, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική σκέψη 36 της ίδιας οδηγίας, στη μείωση, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, του διοικητικού φόρτου με τον οποίον επιβαρύνονται οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών.

86.      Οι «δευτερογενείς μετακινήσεις» συνεπάγονται σημαντικό διοικητικό φόρτο για τις αρμόδιες εθνικές αρχές των κρατών μελών, ιδίως για τα κράτη μέλη στο έδαφος των οποίων υποβάλλεται «μεταγενέστερη αίτηση» και τα οποία δεν μπορούν να μεταφέρουν τον αιτούντα πίσω στο κράτος μέλος που διεξήγαγε τη διαδικασία ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου.

87.      Για να επανέλθω στα διάφορα ενδεχόμενα που περιέγραψα στα σημεία 44 έως 47, είναι αληθές ότι ενίοτε η «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» που θεσπίζεται με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ μπορεί να αποτύχει και η ευθύνη για την εξέταση της «μεταγενέστερης αίτησης» να μεταφερθεί από το κράτος μέλος Α στο κράτος μέλος Β, επειδή το ίδιο το κράτος μέλος Β δημιουργεί «προσκόμματα» στην εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας (για παράδειγμα, αν δεν υποβάλει εμπροθέσμως αίτημα εκ νέου ανάληψης) ή επειδή κρίνει ότι είναι το ίδιο υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης. Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις, ο λόγος για τον οποίο αποτυγχάνει η διαδικασία εκ νέου ανάληψης μπορεί να εκφεύγει του ελέγχου του κράτους μέλους Β (45). Ευλόγως μπορεί να υποστηριχτεί ότι θα ήταν δυσανάλογο να απαιτείται από το κράτος μέλος Β να διενεργεί, σε όλες τις περιπτώσεις υποβολής «μεταγενέστερης αίτησης» στο έδαφός του, νέα πλήρη εξέταση της εν λόγω αίτησης επί της ουσίας.

88.      Τέλος, και πριν ολοκληρώσω την παρούσα ενότητα, επισημαίνω ότι η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 36 της ίδιας οδηγίας, η δεύτερη περίοδος της οποίας συνδέει τη δυνατότητα των κρατών μελών να κρίνουν τις «μεταγενέστερες αιτήσεις» απαράδεκτες με την αρχή του δεδικασμένου. Κατά την άποψη της κυβέρνησης αυτής, η αρχή του δεδικασμένου εφαρμόζεται μόνο σε καταστάσεις που είναι εσωτερικές σε ένα και μόνο κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, η εν λόγω κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 μπορεί να αφορά μόνον την περίπτωση κατά την οποία η απρόσβλητη απορριπτική απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου έχει εκδοθεί από το ίδιο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η «μεταγενέστερη αίτηση».

89.      Δεν συμμερίζομαι την άποψη της Γαλλικής Κυβέρνησης ότι τέτοιο συμπέρασμα θα μπορούσε να συναχθεί από το γεγονός και μόνον ότι η δεύτερη περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 36 της οδηγίας 2013/32 αναφέρεται στην αρχή του δεδικασμένου.

90.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι, όπως εξήγησα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αιτήσεως) (46), η εν λόγω αρχή δεν διαδραματίζει οπωσδήποτε ρόλο σε κάθε περίπτωση κατά την οποία υποβάλλεται μεταγενέστερη αίτηση. Τούτο δε διότι, για να μπορεί να τύχει εφαρμογής η αρχή του δεδικασμένου, απαιτείται να υφίσταται δικαστική απόφαση. Ακόμη και σε μια αμιγώς εσωτερική κατάσταση, η διαδικασία επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου μπορεί να έχει περατωθεί απλώς και μόνο με διοικητική απόφαση των αρμόδιων αρχών, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε εμπροθέσμως προσφυγή ενώπιον δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές, η αρχή του δεδικασμένου δεν μπορεί να εφαρμοστεί, διότι δεν υφίσταται δικαστική απόφαση που να καθιστά δυνατή την εφαρμογή της (47). Επομένως, δεν πρέπει να υπερτονίζεται η σημασία της αρχής αυτής στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, καθώς, ακόμη και σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις στις οποίες μια «μεταγενέστερη αίτηση» μπορεί να κριθεί απαράδεκτη.

91.      Επισημαίνω, επίσης, ότι η πρώτη περίοδος της αιτιολογικής σκέψης 36 της οδηγίας 2013/32 απηχεί ήδη την άποψη αυτή. Συγκεκριμένα, η εν λόγω περίοδος προβλέπει, με όρους ευρύτερους από εκείνους που χρησιμοποιούνται στη δεύτερη περίοδο της ίδιας αιτιολογικής σκέψης, ότι, «[ό]ταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία». Αντιθέτως προς τη Γαλλική Κυβέρνηση, είμαι, ως εκ τούτου, της γνώμης ότι η μνεία της αρχής του δεδικασμένου στη δεύτερη περίοδο της αιτιολογικής σκέψης 36 της οδηγίας 2013/32 δεν στηρίζει το συμπέρασμα ότι ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζεται μόνον όταν η διαδικασία ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου έχει διεξαχθεί στο ίδιο κράτος μέλος με εκείνο στο έδαφος του οποίου υποβλήθηκε η «μεταγενέστερη αίτηση».

γ)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

92.      Υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που περιέγραψα, εκτιμώ ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος μέλος Β καθίσταται υπεύθυνο κράτος μέλος (κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που προβλέπονται στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ) για την εξέταση της αίτησης που έχει υποβληθεί στο έδαφός του, αντί του κράτους μέλους Α, το κράτος μέλος Β μπορεί να στηριχτεί στις εν λόγω διατάξεις για να απορρίψει ως απαράδεκτη μια «μεταγενέστερη αίτηση» που υποβλήθηκε στο έδαφός του, μολονότι η διαδικασία ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου περατώθηκε με απρόσβλητη απόφαση στο κράτος μέλος Α. Τούτο δε διότι η λύση αυτή συμβάλλει στην επίτευξη δύο τουλάχιστον σκοπών που επιδιώκονται από την εν λόγω οδηγία, ήτοι, πρώτον, του περιορισμού των «δευτερογενών μετακινήσεων» και, δεύτερον, σε ορισμένες περιπτώσεις, της μείωσης του διοικητικού φόρτου των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, η εν λόγω λύση συνιστά συγκεκριμενοποίηση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η οποία αποτελεί, όπως εξήγησα, τη βάση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Φρονώ ότι η διατύπωση του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας ή με άλλες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, δεν περιέχει στοιχεία που δεν συνάδουν με την ανωτέρω ερμηνεία.

93.      Τούτου λεχθέντος, απομένει να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους η λύση την οποία προτείνω στο Δικαστήριο δεν αποβαίνει εις βάρος της προστασίας των δικαιωμάτων των αιτούντων ούτε διακυβεύει την αποτελεσματικότητα της «διαδικασίας εκ νέου ανάληψης».

δ)      Επί της σημασίας της διαφύλαξης των δικαιωμάτων των αιτούντων και της αποτελεσματικότητας της «διαδικασίας εκ νέου ανάληψης»

94.      Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει, σε σχέση με τους προβληματισμούς τους οποίους παρέθεσα στο σημείο 81 των παρουσών προτάσεων, ότι η ερμηνεία την οποία υποστηρίζει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα μπορούσε να εμποδίσει την προσήκουσα και πλήρη εξέταση της κατάστασης του αιτούντος, τη σημασία της οποίας έχει επανειλημμένως υπενθυμίσει το Δικαστήριο στη νομολογία του (48). Εκφράζοντας παρόμοια άποψη, η Επιτροπή αναφέρει ότι υφίστανται πρακτικά εμπόδια στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών. Κατά την άποψή της, μπορεί να είναι δύσκολο για το κράτος μέλος Β να έχει στη διάθεσή του όλα τα σχετικά στοιχεία στα οποία έχει στηριχτεί η απρόσβλητη απορριπτική απόφαση που εκδόθηκε από το κράτος μέλος Α και, ως εκ τούτου, να εκτιμήσει αν «προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 [...]». Επομένως, τα περιθώρια σφάλματος για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μπορεί να είναι μεγαλύτερα στις διακρατικές καταστάσεις απ’ ό,τι στις αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις.

95.      Συμμερίζομαι την άποψη της Γαλλικής Κυβέρνησης και της Επιτροπής ότι τα δικαιώματα των αιτούντων δεν μπορούν να θυσιάζονται εν ονόματι των σκοπών του περιορισμού των «δευτερογενών μετακινήσεων» ή της μείωσης του διοικητικού φόρτου για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Όπως επισήμανα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης) (49), είναι σαφές ότι, κατά τη θέσπιση των διατάξεων που αφορούν τις «μεταγενέστερες αιτήσεις», ο νομοθέτης της Ένωσης είχε κατά νου όχι μόνον να «μειώσει» τον φόρτο εργασίας των εν λόγω αρχών, αλλά και να διασφαλίσει, πάντοτε, έναν επαρκώς υψηλό βαθμό προστασίας των αιτούντων άσυλο (διασφαλίζοντάς τους πραγματική πρόσβαση σε κατάλληλη εξέταση της κατάστασής τους) (50), καθώς και τη συμμόρφωση με την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία ορίζει ότι κανείς δεν μπορεί να αποστέλλεται πίσω σε μέρος όπου θα υφίστατο διώξεις (51).

96.      Ωστόσο, φρονώ ότι η λύση που προτείνω στο Δικαστήριο συνάδει με τους άλλους αυτούς σκοπούς, για διάφορους λόγους.

97.      Συναφώς, θα αναφερθώ κατ’ αρχάς στο άρθρο 34 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών, επιβάλλοντάς τους υποχρέωση συνεργασίας. Συγκεκριμένα, ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι «[κ]άθε κράτος μέλος ανακοινώνει [στην απόδοση στην αγγλική γλώσσα: shall communicate] σε οποιοδήποτε κράτος μέλος το ζητήσει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τον αιτούντα τα οποία είναι προσήκοντα, συναφή και δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο» προκειμένου, μεταξύ άλλων, να εξεταστεί η αίτηση διεθνούς προστασίας. Η παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω άρθρου ορίζει ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν «το στάδιο της διαδικασίας και το περιεχόμενο της τυχόν ληφθείσας απόφασης».

98.      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας διευκρίνισε ότι, στην υπόθεση C‑123/23, οι βελγικές αρχές, απαντώντας στην «αίτηση παροχής πληροφοριών» της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, χορήγησαν στην Ομοσπονδιακή Υπηρεσία πλήρη πρόσβαση στην απόφαση που είχαν εκδώσει επί των προγενέστερων αιτήσεων της N.A.K. και των τέκνων της. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ, αντιθέτως προς την Επιτροπή, ότι είναι απολύτως δυνατόν το κράτος μέλος Β να έχει στη διάθεσή του όλα τα στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η απρόσβλητη απορριπτική απόφαση την οποία εξέδωσε το κράτος μέλος Α.

99.      Τούτου λεχθέντος, συμφωνώ με την Επιτροπή ότι το υψηλό επίπεδο προστασίας που πρέπει να διασφαλίζεται για τους αιτούντες άσυλο δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν οι αρμόδιες αρχές κράτους μέλους μπορούσαν να κρίνουν απαράδεκτη μια «μεταγενέστερη αίτηση» ακόμη και στις περιπτώσεις στις οποίες δεν έχουν πρόσβαση σε όλα τα στοιχεία στα οποία στηρίχτηκε η απρόσβλητη απορριπτική απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου.

100. Ωστόσο, επισημαίνω συναφώς ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ορθώς υπογράμμισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, σε περίπτωση έλλειψης πληροφοριών σχετικά με τη διαδικασία ασύλου που διεξάγεται στο κράτος μέλος Α, τα δικαιώματα των αιτούντων θα προστατεύονται μολαταύτα, διότι το κράτος μέλος Β θα οφείλει εκ των πραγμάτων να κρίνει τις μεταγενέστερες αιτήσεις τους παραδεκτές. Τούτο δε διότι, σε τέτοιες περιστάσεις, το εν λόγω κράτος μέλος δεν θα είναι σε θέση να αποκλείσει ότι «προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας» και ότι δεν πληρούται η δεύτερη από τις δύο ρητές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 (52).

101. Υπενθυμίζω ότι, όπως εξήγησα στις προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αιτήσεως) (53), η οδηγία 2013/32 έχει την έννοια ότι, μολονότι τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να απορρίπτουν τις μεταγενέστερες αιτήσεις ως απαράδεκτες, η εν λόγω δυνατότητα διατίθεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές μόνον εφόσον δεν προέκυψαν ή δεν υποβλήθηκαν από τον αιτούντα «νέα στοιχεία ή πορίσματα». Κάθε αβεβαιότητα ως προς το αν πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση (είτε λόγω ελλιπούς ενημέρωσης είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο) πρέπει να ερμηνεύεται υπέρ του ενδιαφερομένου και να συνεπάγεται το παραδεκτό της «μεταγενέστερης αίτησης».

102. Επομένως, αντιθέτως προς την Επιτροπή, είμαι της γνώμης, όπως και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ότι η ελλιπής πληροφόρηση σχετικά με την προηγούμενη διαδικασία ασύλου που διεξήχθη σε ένα πρώτο κράτος μέλος (κράτος μέλος Α) δεν μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τη μεταχείριση της «μεταγενέστερης αίτησης» του αιτούντος σε ένα δεύτερο κράτος μέλος (κράτος μέλος Β). Πρόκειται για σημαντικό περιορισμό στον οποίο υπόκειται η δυνατότητα των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους να κρίνουν την αίτηση αυτή ως απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

103. Κατά τη γνώμη μου, υφίσταται και ένας δεύτερος περιορισμός, ο οποίος απορρέει επίσης από την προϋπόθεση ότι «δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

104. Όπως επισήμανα στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, στην πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης) (54), το Δικαστήριο ερμήνευσε την έννοια του «νέου στοιχείου» ευρέως. Συγκεκριμένα, επιβεβαίωσε ότι η έννοια αυτή περιλαμβάνει όχι μόνον πραγματικά, αλλά και νομικά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης μιας απόφασης του Δικαστηρίου την οποία δεν έλαβε υπόψη η προγενέστερη απόφαση, ανεξαρτήτως του εάν η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε πριν ή μετά τη διοικητική απόφαση επί της προηγούμενης αίτησης.

105. Κατά τη γνώμη μου, από την ανωτέρω απόφαση (55) προκύπτει ότι τα δικαστήρια ή οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους Β δεν θα απορρίψουν, εν πάση περιπτώσει, ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, μια «μεταγενέστερη αίτηση» που υποβάλλεται στο έδαφός του, εάν έχουν αμφιβολίες ως προς το εάν η απρόσβλητη απόφαση με την οποία το κράτος μέλος Α απέρριψε προηγούμενη αίτηση του ίδιου προσώπου δεν έλαβε υπόψη απόφαση του Δικαστηρίου η οποία είναι κρίσιμη για το ζήτημα κατά πόσον ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να τύχει διεθνούς προστασίας. Πρόκειται για έναν ακόμη σημαντικό περιορισμό, ο οποίος συμβάλλει στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των αιτούντων άσυλο.

106. Υπό τις συνθήκες αυτές, αντιθέτως προς τη Γαλλική Κυβέρνηση και την Επιτροπή, φρονώ ότι η λύση την οποία προτείνω στο Δικαστήριο επιτυγχάνει την κατάλληλη ισορροπία μεταξύ, αφενός, της ανάγκης να περιοριστούν οι «δευτερογενείς μετακινήσεις» και να μειωθεί ο διοικητικός φόρτος για τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και, αφετέρου, της σπουδαιότητας της διασφάλισης της προστασίας των δικαιωμάτων των αιτούντων.

107. Τέλος, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με τους εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία ότι το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί με τον τρόπο που προτείνω αν η εν λόγω ερμηνεία στερούσε από τη «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» (της οποίας τα βασικά στοιχεία περιέγραψα στην ενότητα A.1. των παρουσών προτάσεων) τον σκοπό ή τη χρησιμότητά της.

108. Συναφώς, υπενθυμίζω ωστόσο, πρώτον, ότι η λύση που προτείνω στο Δικαστήριο έχει εφαρμογή μόνον αν το κράτος μέλος Β καταστεί το υπεύθυνο κράτος μέλος αντί του κράτους μέλους Α, ήτοι μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ επιτρέπει πράγματι τη μεταφορά της ευθύνης από το κράτος μέλος Α στο κράτος μέλος Β και δεν έχει κινηθεί ή δεν έχει ολοκληρωθεί επιτυχώς «διαδικασία εκ νέου ανάληψης». Το άρθρο 33, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32 επιβεβαιώνει τον εν λόγω περιορισμό, δεδομένου ότι ορίζει ότι οι λόγοι απαραδέκτου που απαριθμούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως εʹ, της εν λόγω οδηγίας παρέχουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να κρίνουν ως απαράδεκτες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε ορισμένες περιπτώσεις οι οποίες είναι επιπρόσθετες (χωρίς όμως να υπερισχύουν) των περιπτώσεων «κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ]» (56).

109. Δεύτερον, είμαι της γνώμης ότι η εν λόγω λύση δεν θα καθιστούσε άνευ σημασίας ή άνευ αντικειμένου τη «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» που περιγράφεται στον εν λόγω κανονισμό. Συναφώς, είναι αληθές ότι, όταν το κράτος μέλος Β εξετάζει μια «μεταγενέστερη αίτηση» η οποία έχει υποβληθεί μετά την έκδοση απρόσβλητης απόφασης στο κράτος μέλος Α επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου, μπορεί να θεωρήσει ευκολότερο το να αποφύγει τις περιπλοκές της «διαδικασίας εκ νέου ανάληψης» (με τα διάφορα στάδια και τις αυστηρές προθεσμίες της) και να στηριχτεί αντ’ αυτού στη ρήτρα διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 17, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος μέλος Β θα μπορεί, κατ’ αρχάς, να αποφανθεί ότι είναι «υπεύθυνο» για την εξέταση της «μεταγενέστερης αίτησης» και, στη συνέχεια, να κρίνει την αίτηση απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, χωρίς να υποβάλει προηγουμένως «αίτημα εκ νέου ανάληψης» και χωρίς να στηριχτεί στη «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» και στον μηχανισμό μεταφοράς που θεσπίστηκε με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (57).

110. Ωστόσο, δεν είμαι βέβαιος ότι το κράτος μέλος B θα επιλέξει απαραιτήτως τη δυνατότητα αυτή. Τούτο δε διότι, για να μπορέσουν οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους να κρίνουν μια «μεταγενέστερη αίτηση» απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων, θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να τηρήσουν όλα τα στάδια της ειδικής διαδικασίας που εφαρμόζεται στις «μεταγενέστερες αιτήσεις», τα οποία περιγράφονται λεπτομερώς στο άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32.

111. Συναφώς, οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου αυτού υποδηλώνουν, όπως επιβεβαίωσε προσφάτως το Δικαστήριο (58), ότι, κατά την εξέταση του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών οφείλουν, κατ’ ουσίαν, να ακολουθούν διαδικασία δύο σταδίων. Σε πρώτο στάδιο, πρέπει να υποβάλλουν τη μεταγενέστερη αίτηση σε προκαταρκτική εξέταση (άρθρο 40, παράγραφος 2). Κατά την προκαταρκτική αυτή εξέταση, τα κράτη μέλη πρέπει να κρίνουν αν υφίστανται ένα ή περισσότερα «νέα στοιχεία» σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Αν συντρέχει τέτοια περίπτωση, τότε, σε δεύτερο στάδιο, η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να προσδιορίσουν κατά πόσον τα νέα στοιχεία «αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες» να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή επικουρικής προστασίας. Συνολικά, η διαδικασία αυτή είναι πάντως χρονοβόρα και απαιτεί διοικητικούς πόρους. Επιπλέον, συνοδεύεται από ορισμένες υποχρεώσεις του κράτους μέλους έναντι του αιτούντος, καθώς και από ορισμένα δικαιώματα που μπορεί να ασκήσει ο εν λόγω αιτών (συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να ασκήσει προσφυγή κατά της απόφασης περί απαραδέκτου) (59).

112. Επιπλέον, εξακολουθεί να υπάρχει η πιθανότητα, μετά το πέρας της διαδικασίας που περιγράφεται στο άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να αποφανθούν ότι η «μεταγενέστερη αίτηση» είναι παραδεκτή. Τούτο δε διότι, αν υφίστανται ένα ή περισσότερα «νέα στοιχεία», οι εν λόγω αρχές δεν θα έχουν τη δυνατότητα να κρίνουν τη μεταγενέστερη αίτηση απαράδεκτη. Αντιθέτως, θα οφείλουν να την εξετάσουν επί της ουσίας και να μεριμνήσουν ότι η εξέταση αυτή θα συνάδει με τις βασικές αρχές και τις θεμελιώδεις εγγυήσεις που απαριθμούνται στο κεφάλαιο II της εν λόγω οδηγίας (60).

113. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, εκτιμώ ότι η λύση που προτείνω στο Δικαστήριο δεν πρόκειται να θέσει υπό διακύβευση την αποτελεσματικότητα της «διαδικασίας εκ νέου ανάληψης» που προβλέπεται στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ. Αντιθέτως, είμαι της γνώμης ότι η λύση αυτή θα μπορούσε στην πραγματικότητα να συμβάλει στην ενίσχυση της εν λόγω διαδικασίας, σε περίπτωση που το κράτος μέλος Β στηριχτεί σε αυτήν.

114. Θα το εξηγήσω αμέσως. Αν ένα κράτος μέλος Β δεν έχει τη δυνατότητα να κρίνει ως απαράδεκτη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας, τη «μεταγενέστερη αίτηση» αιτούντος ο οποίος είχε προηγουμένως υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος, το κράτος μέλος Β θα μπορεί είτε να κινήσει επιτυχώς «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» και να μεταφέρει τον αιτούντα στο κράτος μέλος Α είτε να εξετάσει την αίτηση αυτή πλήρως επί της ουσίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, τι θα πράξει ο αιτών; Εκτιμώ ότι θα προσπαθήσει να αντισταθεί στη μεταφορά του προς το κράτος μέλος Α στο μέτρο του δυνατού, προκειμένου να μεγιστοποιήσει τις πιθανότητές του για νέα πλήρη εξέταση της περίπτωσής του στο κράτος μέλος Β, σε περίπτωση αποτυχίας της μεταφοράς. Αντιθέτως, αν το κράτος μέλος Β έχει τη δυνατότητα να κρίνει, κατ’ εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων, τη «μεταγενέστερη αίτηση» ως απαράδεκτη, ο αιτών μπορεί να μην προβάλει τέτοια αντίσταση. Σε γενικές γραμμές, τούτο θα μπορούσε εν τέλει να αυξήσει τις πιθανότητες επιτυχίας του μηχανισμού «εκ νέου ανάληψης» και μεταφοράς, τον οποίο θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ.

115. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να επαναλάβω ότι η ερμηνεία που προτείνω στο Δικαστήριο παρέχει απλώς τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να προβλέψουν ρυθμίσεις βάσει των οποίων θα κρίνονται απαράδεκτες «μεταγενέστερες αιτήσεις» που υποβάλλονται ενώπιόν τους μετά την απόρριψη προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου με απρόσβλητη απόφαση σε άλλο κράτος μέλος (σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, και το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32). Η ερμηνεία αυτή ουδόλως υποχρεώνει τα κράτη μέλη προς τούτο.

VI.    Πρόταση

116. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Minden (διοικητικό πρωτοδικείο του Minden, Γερμανία) ως εξής:

1.      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας,

έχει την έννοια ότι το γεγονός και μόνον ότι η διαδικασία ασύλου επί προγενέστερης αίτησης του ενδιαφερομένου για διεθνή προστασία έχει περατωθεί με απόφαση διακοπής της, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32, δεν συνιστά, αυτό καθ’ εαυτό και αφ’ εαυτού, εμπόδιο στο να θεωρηθεί μια αίτηση που υποβάλλεται από το ίδιο πρόσωπο σε μεταγενέστερο χρόνο ως «μεταγενέστερη αίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, η αίτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης και ο λόγος απαραδέκτου που προβλέπεται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 δεν έχει εφαρμογή, αν η απόφαση διακοπής της διαδικασίας ασύλου επί της προηγούμενης αίτησης δεν έχει ακόμη εκδοθεί ή αν ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να επαναλάβει τη διαδικασία αυτή. Συναφώς, το άρθρο 28, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν ένα χρονικό όριο τουλάχιστον εννέα μηνών», μέχρι το οποίο μπορεί να επαναληφθεί η διαδικασία. Στα κράτη μέλη εναπόκειται να αποφασίσουν, στο εθνικό τους δίκαιο, ποιο θα είναι το εν λόγω χρονικό όριο, αρκεί να μην υπολείπεται του ελάχιστου ορίου των εννέα μηνών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη.

2.      Το άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της ίδιας οδηγίας,

έχει την έννοια ότι είναι δυνατή η επίκληση των ανωτέρω διατάξεων, σε περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος που εξέδωσε την απρόσβλητη απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου για διεθνή προστασία καθίσταται υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση νέας αίτησης του ενδιαφερομένου [κατ’ εφαρμογήν των κριτηρίων που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα]. Οι ανωτέρω διατάξεις παρέχουν στο εν λόγω κράτος μέλος τη δυνατότητα να κρίνει τη νέα αίτηση ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι συνιστά «μεταγενέστερη αίτηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιζʹ, της εν λόγω οδηγίας και ότι η διαδικασία ασύλου επί της προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου έχει ήδη περατωθεί με απρόσβλητη απόφαση στο άλλο εκείνο κράτος μέλος. Ωστόσο, η εν λόγω δυνατότητα υπόκειται στην προϋπόθεση που προβλέπεται ρητά στο άρθρο 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32 ότι «δεν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί δικαιούχος διεθνούς προστασίας».


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


i      Η ονομασία που έχει δοθεί στην παρούσα υπόθεση είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).


3      Βλ. αποφάσεις της 20ής Μαΐου 2021, L.R. (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Νορβηγία) [C‑8/20, στο εξής: απόφαση L.R. (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Νορβηγία), EU:C:2021:404], και της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Bundesrepublik Deutschland (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Δανία) [C‑497/21, στο εξής: απόφαση Bundesrepublik Deutschland (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Δανία), EU:C:2022:721].


4      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013, L 180, σ. 31, στο εξής: κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ).


5      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (ΕΕ 2011, L 337, σ. 9).


6      Βλ. απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Abdullahi (C‑394/12, EU:C:2013:813, σκέψη 53).


7      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III: «[η] αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος».


8      Ήτοι των μετακινήσεων αιτούντων από ένα κράτος μέλος σε άλλο, ενώ έχουν ήδη αφιχθεί στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες μπορεί να οφείλονται, μεταξύ άλλων, στις διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων ή των συνθηκών υποδοχής και διαβίωσης.


9      Βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το υπεύθυνο κράτος μέλος υποχρεούται επίσης να αναδέχεται (και όχι να αναλαμβάνει εκ νέου), υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 21, 22 και 29 του εν λόγω κανονισμού, τον αιτούντα ο οποίος υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος πριν από την εξέταση της αίτησής του στο υπεύθυνο κράτος μέλος. Ωστόσο, η περίπτωση αυτή δεν αντιστοιχεί στις περιπτώσεις των υποθέσεων των κύριων δικών.


10      Βλ. άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο ορίζει ότι το «αίτημα εκ νέου ανάληψης» πρέπει να υποβληθεί εντός δύο μηνών από την παραλαβή της σύμπτωσης Eurodac. Εάν το αίτημα βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία διαφορετικά από τα στοιχεία που ελήφθησαν από το σύστημα Eurodac, πρέπει να υποβληθεί εντός τριών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της «μεταγενέστερης αίτησης».


11      Βλ. άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.


12      Βλ. άρθρο 25, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο III. Όπως αναφέρει το άρθρο 25, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, εάν το κράτος μέλος Α δεν απαντήσει εμπροθέσμως στο «αίτημα εκ νέου ανάληψης», το κράτος μέλος Β δεν καθίσταται υπεύθυνο κράτος μέλος. Αντιθέτως, η αδράνεια του κράτους μέλους Α θεωρείται ότι ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος.


13      Βλ. άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο III.


14      Η υπογράμμιση δική μου. Επομένως, το κράτος μέλος Β μπορεί πάντοτε να αποφασίσει να μην κινήσει «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» και να εξετάσει το ίδιο την αίτηση που έχει υποβληθεί στο έδαφός του. Η εν λόγω ερμηνεία έχει επιβεβαιωθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει επισημάνει ότι οι αρχές του κράτους μέλους στο οποίο έχει υποβληθεί νέα αίτηση έχουν τη δυνατότητα (και όχι την υποχρέωση), δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, να υποβάλουν «αίτημα εκ νέου αναλήψεως» του οικείου προσώπου (βλ. απόφαση της 5ης Ιουλίου 2018, X, C‑213/17, EU:C:2018:538, σκέψη 33).


15      Η διάταξη αυτή ορίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η διαδικασία ασύλου μπορεί να διακοπεί σε περίπτωση σιωπηρής ανάκλησης της αίτησης από τον ενδιαφερόμενο ή υπαναχώρησής του από αυτήν.


16      Τούτο διότι η εν λόγω διάταξη προϋποθέτει ότι η αίτηση αυτή υποβάλλεται «μετά τη λήψη [...] απόφασης επί προηγούμενης αίτησης».


17      Η υπογράμμιση δική μου.


18      Πρβλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Valstybės sienos apsaugos tarnyba κ.λπ. (C‑72/22 PPU, EU:C:2022:431, σημεία 57 και 58).


19      Η υπογράμμιση δική μου.


20      Η εν λόγω ερμηνεία επιρρωννύεται από το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, από το οποίο προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, αν ο αιτών μεταφερθεί πίσω στο κράτος μέλος Α (το κράτος μέλος που διέκοψε τη διαδικασία ασύλου επί προηγούμενης αίτησης του ενδιαφερομένου), το εν λόγω κράτος μέλος δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει τη «νέα» αυτή αίτηση ως «μεταγενέστερη αίτηση» (κατά την έννοια της οδηγίας 2013/32) και θα οφείλει να την εξετάσει.


21      Επίσης, επισημαίνω ότι η αίτηση που υποβάλλεται στο κράτος μέλος Β πριν από τη λήξη της προθεσμίας που έχει ταχθεί στον αιτούντα για την επανάληψη της διαδικασίας ασύλου στο κράτος μέλος Α επί της προηγούμενης αίτησής του δεν μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ως «μεταγενέστερη αίτηση». Η κρίσιμη ημερομηνία είναι, όπως εξήγησα, η ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Συνεπώς, το κράτος μέλος Β δεν μπορεί απλώς να περιμένει να λήξει η προθεσμία αυτή και, στη συνέχεια, να «χαρακτηρίσει εκ των υστέρων» την αίτηση ως «μεταγενέστερη αίτηση» και να την κρίνει απαράδεκτη κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.


22      Βλ. σημείο 45 των παρουσών προτάσεων.


23      Βλ. αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/32, η οποία απαιτεί τη διεξαγωγή κατάλληλης και πλήρους εξέτασης από τις αρμόδιες αρχές, και αιτιολογική σκέψη 43 της ίδιας οδηγίας, η οποία αναφέρει ότι «[τ]α κράτη μέλη θα πρέπει να εξετάζουν όλες τις αιτήσεις επί της ουσίας, δηλαδή να αξιολογούν κατά πόσον ο συγκεκριμένος αιτών μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσωπο που δικαιούται διεθνή προστασία [...]», εκτός εάν η εν λόγω οδηγία προβλέπει άλλως. Βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης) (C‑216/22, EU:C:2024:122, σκέψη 34).


24      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αιτήσεως) (C‑216/22, EU:C:2023:646, σημείο 31). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Bevándorlási és Menekültügyi Hivatal (Tompa) (C‑564/18, EU:C:2020:218, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


25      Βλ. σκέψεις 40 και 46, αντίστοιχα, των αποφάσεων L.R. (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Νορβηγία) και Bundesrepublik Deutschland (Αίτηση ασύλου απορριφθείσα από τη Δανία).


26      Βλ. απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Bundesrepublik Deutschland (Παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης) (C‑216/22, EU:C:2024:122, σκέψεις 34 έως 37).


27      Δηλαδή περίπτωση στην οποία αίτηση υποβάλλεται από ανήλικο στο κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται, μετά την απόρριψη προηγούμενης πανομοιότυπης αίτησής του με απρόσβλητη απόφαση σε άλλο (πρώτο) κράτος μέλος.


28      Βλ. άρθρο 25 της οδηγίας του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα (ΕΕ 2005, L 326, σ. 13).


29      Βλ. απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, MA κ.λπ. (C‑648/11, EU:C:2013:367, σκέψεις 63 και 64). Συμφωνώ, ωστόσο, με την Επιτροπή ότι, στην απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι το δεύτερο κράτος μέλος μπορούσε να στηριχτεί στο άρθρο 25 της οδηγίας 2005/85 σε μια τέτοια περίπτωση.


30      Βλ. απόφαση της 13ης Ιουνίου 2024, Zamestnik-predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite (Καθεστώς πρόσφυγα – Ανιθαγενής παλαιστινιακής καταγωγής) (C‑563/22, EU:C:2024:494, σκέψη 57).


31      Η ίδια συλλογιστική μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να εφαρμοστεί και σε σχέση με το άρθρο 41, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32, το οποίο, όπως ακριβώς το άρθρο 40, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, αφορά ειδικότερα την περίπτωση που υποβάλλεται «δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση στο ίδιο κράτος μέλος». Συναφώς, συμφωνώ με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ότι, αν ο νομοθέτης της Ένωσης επιθυμούσε η έννοια της «μεταγενέστερης αίτησης», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, στοιχείο ιζʹ, της οδηγίας 2013/32, να καλύπτει τις αιτήσεις που υποβάλλονται μόνο στο ίδιο κράτος μέλος, δεν θα είχε κρίνει αναγκαίο να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη φράση μόνο «στο ίδιο κράτος μέλος» στο άρθρο 40, παράγραφος 1, και στο άρθρο 41, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας, και όχι σε άλλες διατάξεις του εν λόγω νομοθετήματος.


32      Υπενθυμίζω ότι το άρθρο 40, παράγραφος 7, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι, «[ε]φόσον ένα πρόσωπο έναντι του οποίου πρέπει να εκτελεσθεί απόφαση μεταφοράς σύμφωνα με τον [κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ] προβαίνει σε περαιτέρω διαβήματα ή υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση στο κράτος μέλος που προβαίνει στη μεταφορά, τα εν λόγω διαβήματα ή μεταγενέστερες αιτήσεις εξετάζονται από το αρμόδιο κράτος μέλος, όπως ορίζεται στον εν λόγω κανονισμό, σύμφωνα με την παρούσα οδηγία» (η υπογράμμιση δική μου).


33      Συναφώς, επισημαίνω επίσης ότι, στην υποβληθείσα από την Επιτροπή πρόταση κανονισμού για την αντικατάσταση της οδηγίας 2013/32, η Επιτροπή, προκειμένου να αποσαφηνίσει τη διαδικασία σχετικά με τη μεταχείριση των μεταγενέστερων αιτήσεων, έχει ορίσει τις αιτήσεις αυτές ως εκείνες που «ασκ[ούν]ται από τον ίδιο αιτούντα σε οποιοδήποτε κράτος μέλος» μετά την απόρριψη προηγούμενης αίτησής του δυνάμει απόφασης που κατέστη απρόσβλητη. Η πρόταση αυτή παρέχει, κατά τη γνώμη μου, περαιτέρω ενδείξεις ότι, ήδη στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2013/32, η έννοια της «μεταγενέστερης αίτησης» περιλαμβάνει την αίτηση που έχει υποβληθεί στο έδαφος κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο που εξέδωσε την απρόσβλητη απόφαση επί προηγούμενης αίτησης του ίδιου προσώπου [βλ. άρθρο 42, παράγραφος 1, της «πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινής διαδικασίας διεθνούς προστασίας στην Ένωση και την κατάργηση της οδηγίας 2013/32/ΕΕ», COM(2016) 467 final, διαθέσιμη στη διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A52016PC0467]. Σχετικά με το τελευταίο στοιχείο της νομοθετικής διαδικασίας, όπως ήταν διαθέσιμο κατά τον χρόνο εκπόνησης των παρουσών προτάσεων, βλ. άρθρο 4, στοιχείο ιθʹ, και άρθρο 39, παράγραφος 2, του σχεδίου κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κοινής διαδικασίας διεθνούς προστασίας στην Ένωση και την κατάργηση της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, έγγραφο του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, 2016/0224/A (COD) και PE-CONS 16/24 της 26ης Απριλίου 2024.


34      Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2019 (C‑297/17, C‑318/17, C‑319/17 και C‑438/17, EU:C:2019:219, σκέψη 58).


35      Όπ.π., σκέψη 85.


36      Βλ., γενικότερα, σχετικά με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης στον τομέα του δικαιώματος ασύλου, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα L. Medina στην υπόθεση Bundesrepublik Deutschland (Αποτελέσματα αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑753/22, EU:C:2024:82, σημείο 45).


37      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Generalstaatsanwaltschaft Hamm (Αίτηση εκδόσεως πρόσφυγα στην Τουρκία) (C‑352/22, EU:C:2023:794, σημείο 65). Για ένα παράδειγμα θέσπισης από τον νομοθέτη της Ένωσης τέτοιου πλαισίου αμοιβαίας αναγνώρισης στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βλ. απόφαση-πλαίσιο 2008/909/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης σε ποινικές αποφάσεις οι οποίες επιβάλλουν ποινές στερητικές της ελευθερίας ή μέτρα στερητικά της ελευθερίας, για το σκοπό της εκτέλεσής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2008, L 327, σ. 27), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24).


38      Επισημαίνω, επίσης, ότι, κατά το άρθρο 5 της οδηγίας 2013/32, «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ περισσότερο ευνοϊκές απαιτήσεις για τις διαδικασίες διά των οποίων χορηγείται και ανακαλείται η διεθνής προστασία, εφόσον οι απαιτήσεις αυτές συνάδουν με την [εν λόγω] οδηγία».


39      Βλ. απόφαση της 18ης Ιουνίου 2024, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Αποτελέσματα αποφάσεως περί χορηγήσεως του καθεστώτος πρόσφυγα) (C‑753/22, EU:C:2024:524, σκέψεις 56 και 68). Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα J. Richard de la Tour στην υπόθεση Generalstaatsanwaltschaft Hamm (Αίτηση εκδόσεως πρόσφυγα στην Τουρκία) (C‑352/22, EU:C:2023:794, σημείο 64).


40      Συναφώς, επισημαίνω επίσης ότι, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης για να κριθεί αν η «μεταγενέστερη αίτηση» είναι παραδεκτή ή όχι, τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να διενεργούν προσωπική συνέντευξη του αιτούντος (βλ. άρθρο 42, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2013/32).


41      Βλ. άρθρο 31, παράγραφος 8, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/32.


42      Βλ. άρθρο 41, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/32.


43      Βλ. άρθρο 32, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32. Βλ., επίσης, άρθρο 7, παράγραφος 4, και άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008, L 348, σ. 98).


44      Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας) (C‑18/20, EU:C:2021:302, σημεία 77 έως 79).


45      Ενδεικτικά συναφώς είναι μάλιστα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑123/23. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, επειδή η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία ζήτησε πρώτα από τις ισπανικές αρχές να αναλάβουν εκ νέου τους αιτούντες, μέχρι να ζητήσει το ίδιο από τις βελγικές αρχές, ήταν πολύ αργά για να υποβάλει «αίτημα εκ νέου ανάληψης».


46      C‑216/22, EU:C:2023:646, σημεία 51 έως 53.


47      Βλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság (C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 186).


48      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl (Μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας) (C‑18/20, EU:C:2021:710, σκέψη 43).


49      C‑216/22, EU:C:2023:646, σημείο 29.


50      Βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογική σκέψη 18 της οδηγίας 2013/32, κατά την οποία «[ε]ίναι προς το συμφέρον τόσο των κρατών μελών όσο και των αιτούντων διεθνή προστασία να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης» (η υπογράμμιση δική μου). Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 25 της εν λόγω οδηγίας, η οποία αναφέρει ότι «κάθε αιτών θα πρέπει να έχει πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες».


51      Βλ. αιτιολογική σκέψη 3 της οδηγίας 2013/32.


52      Βλ. σημείο 64 των παρουσών προτάσεων.


53      C‑216/22, EU:C:2023:646, σημείο 29.


54      Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024 (C‑216/22, EU:C:2024:122, σκέψεις 38 έως 40).


55      Όπ.π.


56      Επιπλέον, το άρθρο 40, παράγραφος 7, της οδηγίας 2013/32 καθιστά σαφές ότι η «διαδικασία εκ νέου ανάληψης» έχει πράγματι εφαρμογή στις «μεταγενέστερες αιτήσεις» που υποβάλλονται σε διαφορετικά κράτη μέλη.


57      Επισημαίνω, επίσης, ότι, στην εκ μέρους της υποβληθείσα πρόταση κανονισμού για την αντικατάσταση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η Επιτροπή ανέφερε ότι, ήδη το 2014, εντός της Ένωσης, μόνο το ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού των αιτημάτων αναδοχής και εκ νέου ανάληψης που έγιναν δεκτά από το υπεύθυνο κράτος μέλος οδήγησε σε φυσική μεταφορά [βλ. σ. 11 της πρότασης κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, COM(2016) 270 final, η οποία είναι διαθέσιμη στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση: https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=COM:2016:0270:FIN].


58      Βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα) (C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψεις 34 έως 37).


59      Ειδικότερα, εάν οι αρμόδιες αρχές αποφανθούν ότι η μεταγενέστερη αίτηση είναι απαράδεκτη, οφείλουν να ενημερώσουν τον αιτούντα για τους λόγους της έκβασης αυτής (κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 42, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας) και ο αιτών πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του σε πραγματική προσφυγή κατά της απόφασης των αρμόδιων αρχών ενώπιον δικαστηρίου (βλ. άρθρο 46, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας).


60      Βλ. άρθρο 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32.

OSZAR »
OSZAR »